To εκκλησάκι της Ανάληψης
Εκείνο το μικρό γραφικό ξωκλήσι, που διακρίνεται σαν μια λευκή κουκίδα, Β. Δ. του χωριού μας και είναι αφιερωμένο στη μνήμη των Αγίων Δέκα, αλλά και στην «Ανάληψη του Κυρίου», είχε σήμερα την τιμητική του, λόγω της ομώνυμης εορτής (Ανάληψης).
Το βράδυ της παραμονής, ο Εφημέριος του Παρθενίου Ιερεύς Βασίλης Καραχάλιος, μαζί με τον Ιερέα Κων/νο Λαμπίρη, εφημέριο του χωριού μας, τέλεσαν Εσπερινό και την επομένη Θεία Λειτουργία. Στις παραπάνω ακολουθίες συμμετείχαν αρκετοί πιστοί από τη γύρω περιοχή, οι οποίοι, συν τοις άλλοις, απόλαυσαν κι ένα γαλήνιο καλοκαιρινό περιβάλλον, πνιγμένο μέσα στο πράσινο και τα κατακίτρινα σπάρτα, που ζώνουν την περιοχή.
Πιο τυχεροί, στάθηκαν οι προσκυνητές κατά τον Εσπερινό. Αυτοί, κατά τη σιγαλιά του δειλινού και την ώρα που ήλιος έστελνε κόκκινες τις αχτίνες του στην κορυφή της Ροϊνάς και του Κόζικα, αυτοί απολάμβαναν γκιόσα ψητή και σουσαμένιες κουλούρες, όπως προστάζει το έθιμο, αρκετά χρόνια τώρα.
Και έχει σχέση με τον τόπο μας το παραπάνω ξωκλήσι, αφού βρίσκεται στο διάβα του δρόμου που οδηγεί από το χωριό μας στο Παρθένι, ενώ στο μικρό παλαιό πέτρινο προσκυνητάρι του, έκαναν Σταυρό οι ΑγιαΣοφίτες και άναβαν το κανδήλι του, γεγονός που συνέβαινε σχεδόν σε καθημερινή βάση, αφού τα παλαιότερα χρόνια, οι σχέσεις των κατοίκων των δύο (2) χωριών, ήταν πολύ στενές μεταξύ τους και ο δρόμος προς το Παρθένι (Μπερτσοβά παλαιότερα), ήταν πολυσύχναστος σε κυκλοφορία.
Έχει κι αυτό το εκκλησάκι τη δική του ιστορία, σύμφωνα με την τοπική παράδοση, την οποία θα εκθέσουμε εν συντομία, μετά τις φωτό.
Ένα από τα πιο παράδοξα γεγονότα συνέβη στο Παρθένι Αρκαδίας, περί το έτος 1927.
Ένας φτωχός, απλοϊκός και αγαθός στην ψυχή κάτοικος του Παρθενίου, ο Κ. Τ., έβλεπε επί σειρά νυκτών στον ύπνο του, έναν γέροντα μελαμψόν με λευκή γενειάδα και στολή όπως των Αγίων, να του λέει: «Να έλθεις να με ξεχώσεις»
Ο Κ. Τ. δεν έδινε σημασία, παρόλο που το όνειρο αυτό συνεχιζόταν κάθε βράδυ. Δεν τολμούσε καν να το αναφέρει σε κανέναν, φοβούμενος μη τον πάρουν για τρελό. Η κατάσταση αυτή, σύμφωνα με μετέπειτα μαρτυρία του ιδίου, συνεχιζόταν επί σειρά νυκτών, οπότε την νύχτα της 23ης προς 24ης Ιανουαρίου 1927, βλέπει τον ίδιο γέροντα πάλι να του λέει με εντονότερη φωνή: « Να έλθεις να με ξεχώσεις, αλλιώς θα σε πάρω μαζί μου». Η φράση αυτή τον κατατρόμαξε και του ζήτησε πληροφορίες για το ακριβές μέρος που είναι θαμμένος και σε πιο βάθος. Ο γέροντας του απήντησε ότι βρίσκεται θαμμένος στην οδό που οδηγεί από Παρθένι στην Αγία Σοφία, και του υπέδειξε το συγκεκριμένο σημείο.
Σημείωση, ότι στο σημείο που υπέδειξε ο γέροντας, βρισκόταν από πολύ παλιά χρόνια (άγνωστο από πότε), ένα προσκυνητάρι κατασκευασμένο πρόχειρα από πλάκες. Το προσκυνητάρι αυτό που ήταν αφιερωμένο στη μνήμη των Αγίων Δέκα, το θυμούνταν οι παλιοί Αγια Σοφίτες, οι οποίοι άναβαν το καντήλι κάθε φορά που περνούσαν από κει. Παραμένει επίσης άγνωστο, γιατί ήταν αφιερωμένο στη μνήμη των Αγίων Δέκα.
Την επόμενη το πρωί, μόλις έφυγε η σύζυγός του και το παιδί του, ο Κ. Τ. παίρνει γκασμά και φτυάρι και έφτασε στο σημείο που του υπέδειξε ο γέροντας. Το σημείο αυτό ήταν κάτω από το προσκυνητάρι. Στη συνέχεια άρχισε να γκρεμίζει μέρος του προσκυνηταριού και να σκάβει, χωρίς να υπολογίζει τους διερχόμενους χωρικούς, που άρχισαν να τον πειράζουν.
Ο Κ. Τ. όμως, επειδή κατείχετο από την ιδέα ότι πρέπει να ξεχώσει τον γέροντα, αλλιώς θα τον πάρει μαζί του, δεν έδινε προσοχή στα πειράγματα των διερχόμενων και συνέχισε να σκάβει.
Το απόγευμα της ιδίας ημέρας, έφθασε σκάβοντας μπροστά από μια μαρμάρινη πλάκα και επιχείρησε να την αποσπάσει. Μόλις την σήκωσε, βλέπει από κάτω θαμμένο έναν ανθρώπινο σκελετό. Αμέσως άρχισε να φωνάζει και να καλεί σε βοήθεια, τρέχοντας φοβισμένος προς το Παρθένι. Αμέσως οι κάτοικοι του χωριού με επικεφαλής τον Αστυνόμο και τον Πρόεδρο, έτρεξαν στο σημείο για να δουν ποιος είναι ο λόγος που φωνάζει και αν αληθεύουν τα λεγόμενά του.
Φτάνοντας στο σημείο, βλέπουν έναν αρχαίο μαρμάρινο τάφο και μέσα να βρίσκεται ένας ανθρώπινος σκελετός. Αμέσως ο Ιερέας παρέλαβε τα οστά, τα οποία μέχρι σήμερα φυλάσσονται στον Ι. Ν. του Αγίου Γεωργίου Παρθενίου.
Καμία επιγραφή δεν βρέθηκε στον τάφο, ούτε και κάποιο άλλο αντικείμενο.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η πλάκα που ήταν σκεπασμένος ο σκελετός, είχε επάνω της χαραγμένο το μισό μέρος ενός αρχαίου πολεμιστή που κρατούσε ένα ακόντιο. Το γεγονός ότι από την μαρμάρινη αυτή πλάκα έλειπε το κεφάλι του πολεμιστή (και δεν βρέθηκε τριγύρω), αποδεικνύει ότι η πλάκα αυτή είχε μεταφερθεί από άλλο μέρος και ότι ο τάφος δεν ήταν της ίδιας περιόδου με αυτόν της κατασκευής της πλακός. Ο τάφος ήταν μεταγενέστερος. Η πλάκα αυτή που φυλάσσεται σήμερα στο Μουσείο της Τεγέας, κείτονταν επί πολλά χρόνια στο σημείο εκείνο και την αντίκριζαν όλοι οι περαστικοί, ΑγιαΣοφίτες και Παρθενιώτες.
Οι κάτοικοι της περιοχής, αποδίδουν τον σκελετό, σε έναν εκ των Αγίων Δέκα μαρτύρων, ο οποίος απομακρύνθηκε από τον τόπο του μαρτυρίου του από τους συντοπίτες του και θάφτηκε εκεί, όταν αυτοί (συντοπίτες του) μετανάστευσαν σε άλλο μέρος. Σημείωση, ότι στο σημείο αυτό υπήρχε από αρχαιοτάτων χρόνων παλαιό ημιονικό μονοπάτι.
Πολύ αργότερα περί το έτος 1965 περίπου, ο ιδιοκτήτης του χώρου, Δ.Κ. ΠΙΣΧΟΣ τον παραχώρησε προς ανέγερση του Εξωκλησιού. Οι Άγιοι Δέκα γιορτάζουν στις 23 Δεκεμβρίου, αλλά το συγκεκριμένο εκκλησάκι γιορτάζει και της Αναλήψεως, επειδή τότε έγιναν τα εγκαίνιά του.
– Οι Άγιοι Δέκα, κατάγονταν από διάφορα γνωστά μέρη της Κρήτης και μαρτύρησαν κατά το έτος 250 επί Βασιλείας ΔΕΚΙΟΥ. Ήταν ο Θεόδουλος, ο Σατορνίνος, ο Εύπορος, ο Γελάσιος, ο Ευνικαινός, ο Ζωτικός, ο Αγαθόπους, ο Βασιλείδης, ο Ευάρεστος, και ο Πόμπιος. Ο τόπος του μαρτυρίου τους, ήταν στο Νότιο μέρος του σημερινού Νομού Ηρακλείου, εκεί που σήμερα βρίσκεται το χωρίον Άγιοι Δέκα, 8 χιλιόμετρα ανατολικά από την κωμόπολη Μοίρες Ηρακλείου. Στον τόπο του μαρτυρίου τους υπάρχει μεγάλη Εκκλησία με δέκα κολώνες, αφιερωμένη στην μνήμη τους.
Οι περισσότεροι από Αυτούς θάφτηκαν εκεί και ορισμένοι άλλοι άγνωστο που, μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα και την οργή του ειδωλολατρικού στοιχείου που επικρατούσε τα χρόνια εκείνα.