Το δάκρυ του μπάρμπα Γιώργη
To διήγημα – χρονογράφημα που ακολουθεί, γράφηκε από τον ΑγιαΣοφίτη δάσκαλο Παναγιώτη Καραζάνο του Γεωργίου (αδελφό του Επιθεωρητή), πριν από εκατό (100) περίπου χρόνια.
Πρωταγωνιστής στο κατωτέρω διήγημα, είναι ο Γεώργιος Καραζάνος (μπάρμπα Γιώργης), πατέρας του συγγραφέα.
Ο συγγραφέας, με το λογοτεχνικό ταλέντο που τον διακρίνει, περιγράφει με γλαφυρότητα την όλη διαδικασία αγοράς ενός αλόγου για το λιοτρίβι του χωριού (σαν ιδιοκτήτης του) και κυρίως την απρόσμενη και τραγική τύχη – κατάληξη του ζώου, μετά το πέρας της εργασίας του λιτριβιού. Μια κατάληξη μοιραία, η οποία ήταν αντίθετη με τη γνώμη του συναισθηματικού μπαρμπα Γιώργη, αλλά προσυμφωνημένη από τους έτερους άλλους δύο (2) ιδιοκτήτες του λιτριβιού και τη γυναίκα ενός εξ αυτών.
Η παρακάτω αληθινή ιστορία, θα συγκινήσει σίγουρα τον υπομονετικό αναγνώστη και παράλληλα θα τον ταξιδέψει εκατό χρόνια πίσω στο παρελθόν, διότι μέσω αυτής περιγράφονται η απλοϊκή ζωή των κατοίκων του χωριού, οι παραδοσιακές αγροτικές εργασίες και ιστορικά στοιχεία για το χωριό μας (Αγία Σοφία).
Το αρχικό κείμενο που βρίσκεται στο αρχείο μας, αποτελείται από δεκατρία (13) χειρόγραφα, τα οποία μας είχε παραδώσει ο εγγονός του συγγραφέα (Γεώργιος Β. Καραζάνος – Δικηγόρος), από τα οποία δημοσιεύουμε τα πιο κύρια αποσπάσματα – σημεία του.
Το μικρό χωριό με το μεγάλο όνομα, είναι χτισμένο σε μια απ’ τις πολλές χαράδρες που σχηματίζονται στη μεγάλη βουνοσειρά. Λίγα πουρνάρια στη μια πλευρά της λαγκαδιάς και λίγα ρείκια και κουμαριές στην άλλη, είναι τα μοναδικά σημάδια πρασινάδας, σε μια απέραντη κατάξερη και γεμάτη ασβεστόπετρες βουνοπλαγιά.
Το λιγοστό νερό της ρεματιάς και η λίγη πρασινάδα, τράβηξε τα κυνηγημένα αγρίμια να φτιάξουν τη φωλιά τους σ’ αυτή και τους κυνηγημένους ανθρώπους (ποιος ξέρει από ποιους και από τι) να χτίσουν το χωριό τους. Άνθρωποι κι αγρίμια μοίρασαν την πρασινάδα και το νερό, παίρνοντας απ’ τη βουνοπλαγιά όλη της την αγριάδα κι όλη της τη σκληρότητα. Το ανθρώπινο χέρι ξημέρωσε τις λιγοστές αγριελιές στα χαμηλώματα της λαγκαδιάς και φύτεψε μ’ αμπέλι τα χωράφια στα ψηλώματα.
Αρχές Αλωνάρη.
Σκληροί σαν τη στουρναρόπετρα οι χωρικοί και στεγνοί σαν τις ξεπλυμένες, απ’ τις νεροποντές, πλαγιές, αλώνιζαν τα λιγοστά σιτάρια τους πού ΄χαν μάσει στάχυ στάχυ, δουλεύοντας έναν ολάκερο μήνα.
Ύστερα από τη δουλειά αυτή θα ΄ρθει ο τρύγος, το γλέντι του χωριού. Οι χωριατοπούλες μαζεύουν ολημερίς τα ζουμερά σταφύλια και μετά το ηλιοβασίλεμα τραγουδώντας γυρνάνε στο χωριό. Την ημέρα του Άγιο Δημήτρη, με το άνοιγμα των βαγενιών, γέροι, νιοι, γριές και νιες παίρνουν για πρώτη πληρωμή τους και για τον κόπο μιας ολάκερης χρονιάς, μέσα από μια κούπα γεμάτη κόκκινο ρετσινάτο κρασί.
Οι λίγες ελιές στην άκρη του πέτρινου αλωνιού, με τα ασπροκίτρινα μικρά τους λουλούδια και με γερμένα τα κλαδιά από το βάρος του θησαυρού που έκρυβαν τα νεαρά τους βλαστάρια, φάνταζαν σα μικρές ντροπαλές νυφούλες. Οι χωρικοί με βουλιμία ρίχνανε τη λιμασμένη ματιά τους, πότε στο μικρό σωρό του σιταριού που γίνονταν μπροστά τους και πότε στα γερμένα από τον ανθό κλαδιά της διπλανής ελιάς. Το λίγο σιτάρι και το λίγο λάδι ήσαν τα μοναδικά τους προϊόντα, με τα οποία μπορούσαν να σπρώξουν τρεις, ή τέσσερις μήνες το χρόνο.
H σκέψη τους έτρεχε στις πρώτες φθινοπωρινές βροχές, που θα ΄τρεχαν στα λιοστάσια να μάσουν τα πρώτα θύματα της νεροποντής, τις πεσμένες ελιές, το πρώτο χαμολόι. Σπασμένες, ή χαρακωμένες έπειτα και ανακατωμένες με άφθονο αλάτι θα ήσαν ύστερα από λίγες μέρες το πιο νόστιμο φαγητό τους στο φτωχικό τραπέζι, δίπλα σε μια καράφα γεμάτη από σπιρτόζικο κρασί.
Σκυμμένη στο πέτρινο αλώνι η θειά Μαρίτσα με τη θυμαρόσκουπα στο χέρι, σαρώνει και φροντίζει να μην τις ξεφύγει κανένα σπυρί σιτάρι. Ρίχνει τη ματιά της στις ανθισμένες ελιές, νιώθει μια κρυφή χαρά που εκδηλώνεται στα λαμπερά της μάτια, στο κόκκινο ιδρωμένο πρόσωπό της και λέει στον μπαρμπα Γιώργη τον άνδρα της, που με το ξυλόφτυαρο στο χέρι λιχνίζει τα χονδρά σκύβαλα του σιταριού.
– Οι ελιές Γιώργη θα ΄χουν καλή σοδειά φέτος. Ο καρπός άρχισε να ξεχωρίζει για τα καλά. Σαν τελειώσουμε το αλώνι να πας να αγοράσεις ζω. Μην περιμένεις τελευταία στιγμή. Οι νοικοκυραίοι ύστερα απ΄ τ’ αλώνια πουλάνε τα ζα τους. Να πας να πάρεις κανένα άξιο ζω να γυρίζει την πέτρα του λιοτριβιού, να μη σκάσει το συκώτι μας, κι έπειτα να μπορούμε να το πουλήσουμε…
Ο μπάρμπα Γιώργης, ένας πενηντάρης με ψαρά μουστάκια χωρικός, άφησε το ξυλόφτυαρο απάνω στο σωρό του σιταριού, κάθισε στον πέτρινο τοίχο στην άκρη τα’ αλωνιού, κάτω από μια ανθισμένη ελιά. Σκούπισε το ιδρωμένο και σκονισμένο πρόσωπό του με μια σκούρα ξεσκισμένη πετσέτα που είχε κρεμασμένη στο ζωνάρι του, έριξε τη ματιά του στην ανθισμένη ελιά και κατά τη συνήθειά του άρχισε να τραγουδάει το αγαπημένο του τραγούδι:
–Και μια λαφίνα ταπεινή δεν πάει κοντά με τ’ άλλα… όλο τ’ απόσκια περπατεί και στα ζερβά κοιμάται…
Μέσα στο λιοπύρι του καλοκαιριού η λαγκαδιά αντιλάλησε τη βραχνή φωνή του, μα τα φρύδια της θειά Μαρίτσας σούφρωσαν από θυμό, γιατί δεν πήρε απάντηση στη γνώμη της.
Ο μπάρμπα Γιώργης, ο τρίτος και ο μικρότερος συνεταίρος του μικρού χειροκίνητου ελαιοτριβείου του χωριού, έπρεπε χάρη στην εμπιστοσύνη που του ΄χαν οι συνεταίροι του, να αγοράσει κατάλληλο ζώο που θα γύριζε την πέτρα που σπάζει τις ελιές, να αντικαταστήσει τα κατεστραμμένα τσιόλια του και να καθαρίσει τις σκουριασμένες και πρωτόγονες μηχανές του για ν’ αρχίσει η δουλειά. Το ζώο που θ’ αγόραζε έπρεπε να ναι άξιο να δουλέψει 30 – 40 μέρες, όσες θα χρειάζονταν για να βγουν όλες οι ελιές του χωριού και ύστερα, ή να πεθάνει αμέσως, ή αν αξίζει κάτι για να πουληθεί. Να πάρει ζώο ικανό και άξιο να δουλέψει πολλά χρόνια δεν έπρεπε. Φτωχοί ήσαν και οι τρεις συνεταίροι και διχόνοια θα τους δημιουργούσε η συντήρησή του, ύστερα από τη δουλειά του λιοτριβιού.
Σε τέτοια δύσκολη θέση βρισκόταν κάθε Αλωνάρη μήνα ο μπάρμπα Γιώργης που, παρόλο την αξιοσύνη και την πείρα του δεν μπορούσε να ξεχωρίσει επάνω στα ζώα εκείνο το διακριτικό σημάδι, που θα του έδειχνε πως αυτό θα πεθάνει ύστερα από 40 ημερών δουλειά, ή θα άξιζε και κάτι μετά για να πουληθεί. Γι΄ αυτό στη συμβία του και στους συνεταίρους του, πού ΄διναν τη γνώμη τους τι ζώο να πάρει, κουνούσε το κεφάλι χωρίς να απαντά.
Στον κάμπο μπορούσε να βρει τέτοιο ζώο. Οι νοικοκυραίοι του κάμπου, ύστερα από τις βαριές δουλειές του καλοκαιριού, πουλάνε τα ζώα εκείνα που η συντήρησή τους το χειμώνα στοιχίζει πιο πολύ από τη δουλειά που προσφέρουν. Αφού τους δουλεύουν μια ολάκερη ζωή, τα πουλάνε και τα δίνουν στη φτώχεια για να δώσουν και σ’ αυτή ότι απέμεινε στο φτωχό τους κορμί και να πάρουνε από τη φτώχεια την τιποτένια αξία του γερασμένου κορμιού τους.
Τέλειωσε το αλώνι ο μπάρμπα Γιώργης, έμασε το σιτάρι και τό ΄ριξε στ’ αμπάρι. Ένα μικρό μέρος του χώρου έπιασε το σιτάρι και με το μάτι του κατάλαβε πόσο θα ΄φτανε για να περάσει η φαμίλια του. Έριξε μια δεύτερη ματιά στο σιτάρι και μια στα έξι παιδιά του, γεμάτη στοργή, που κάθονταν γύρω του ευχαριστημένα και χωρίς να μαντεύουν τις σκέψεις του πατέρα, σκέπασε το αμπάρι και ένα πικρό χαμόγελο ξέφυγε απ’ τα χείλη του.
Την άλλη μέρα έφυγε για τον κάμπο.
Η γυναίκα του και τα έξι παιδιά του τον περίμεναν με αγωνία. Τα μικρότερα, ο Νότης, η Φωτούλα και η Γιούλα, έβγαιναν κάθε μέρα στ’ αγνάντια του χωριού και κοίταζαν τον κατηφορικό δρόμο στην απέναντι πλαγιά απ’ όπου θα ΄ρχόταν ο πατέρας. Η παιδική τους φαντασία έβλεπε τον πατέρα να ΄ρχεται επάνω σ’ ένα περήφανο και καμαρωτό άλογο, ή μουλάρι. Οι μέρες περνούσαν κι ο πατέρας δεν φαινόταν. Ή θα αρρώστησε έλεγε η θειά Μαρίτσα στις μεγαλύτερες κόρες της, στην Στυλιανή και την Ελένη, ή θα αγόρασε κανένα ψοφίμι και δεν θα μπορεί να το φέρει.
Ύστερα από οχτώ μέρες μπήκε στο χωριό ο μπάρμπα Γιώργης τραβώντας από το καπίστρι ένα ψηλό, γέρικο, ταραγκανό και με ένα μάτι, ψαρί άλογο. Οι χωρικοί τον καλωσόρισαν με ειρωνικά χαμόγελα και του εύχονταν καλορίζικο.
Πήρε το άλογο στο αχούρι και η μεγαλύτερη κόρη του η Στυλιανή, ανέλαβε τη φροντίδα του.
-Τι το ΄θελες Γιώργη και το ΄φερες αυτό το ψοφίμι;… είπε η θειά Μαρίτσα στον άνδρα της, «αν μπορέσει και βγάλει τη δουλειά πέρα, που ούτε εγώ το πιστεύω, τι θα το κάνουμε έπειτα αν δεν ψοφήσει;…».
-Δεν μπόρεσα να μετρήσω τη δύναμή του για να καταλάβω αν θα μπορέσει να βγάλει τη δουλειά πέρα γυναίκα; Ούτε θέλησε ν’ απαντήσει που το ρώτησα αν θα πεθάνει ή όχι, ύστερα από τη δουλειά…, απάντησε καρτερικά στα πικρόχολα λόγια της γυναίκας του. Τα ίδια είπε και στους συνεταίρους του, που κι αυτοί τις ίδιες παρατηρήσεις του έκαναν.
Πέρασε ο Ιούλης και ο Αύγουστος, ήρθε ο Σεπτέμβρης και έγινε ο Τρύγος. Με τις πρώτες βροχές του Οκτώβρη άρχισε το μάζεμα του χαμολογιού και σιγά σιγά το μάζεμα όλης της ελιάς. Ο Ψαρής από την περίσσια περιποίηση του μπάρμπα Γιώργη και της κόρης του, ζωντάνεψε και το αραιό του τρίχωμα γυάλισε λίγο.
Την άλλη μέρα του Άγιο Φιλίππου, ο γιος του δεύτερου συνεταίρου (ο Πανούτσος), με το μεγάλο χωνί του λιοτριβιού καλούσε στις 12 τα μεσάνυχτα (αυτή την ώρα άρχιζε η δουλειά) τον πρώτο χωριανό που θα ΄φερνε τις ελιές του στο λιτριβιό. Το χωνί ήταν η σειρήνα του μικρού εργοστασίου, που όριζε την αρχή και το τέλος της δουλειάς και καλούσε ονομαστικά και με τη σειρά τους χωρικούς να φέρουν τις ελιές τους στο λιτριβιό.
Ο Ψαρής μπήκε στο ζυγό και τράβαγε καλά.
Όλη του τη ζωή την πέρασε με δεμένα μάτια γύρω στο μαγκανοπήγαδο, ακούγοντας το κρακ κρακ των κουβάδων που έφερναν το νερό, το πέσιμο του νερού στη μικρή χαβούζα μπροστά στο πηγάδι και κάπου κάπου την αγριοφωνάρα του αφεντικού του (σαν σταμάταγε το τράβηγμα, να ξεκουραστεί λίγο) από την άλλη άκρη του λαχανόκηπου, που σκάλιζε τις ντομάτες του, ή τις πιπεριές του: «άϊντε ψαρή…»
Δεν άλλαξε λοιπόν και πολύ η ζωή του Ψαρή, αν και άλλαξε αφεντικό. Ο ίδιος κυκλικός δρόμος. Αντί του τριξίματος των κουβάδων άκουγε το σπάσιμο των κουκουτσιών της ελιάς από τη βαριά πέτρα που αυτός τραβούσε. Σκοτάδι είχε στο μαγκανοπήγαδο που γυρνούσε με δεμένα μάτια, μισοσκόταδο είχε και τώρα στο μακρόστενο λιοτριβιό. Τα ξύλα που καίγανε σε τζάκι χωρίς καμινάδα για να ζεστάνουν το νερό, το γέμιζαν με καπνούς. Σε μια άκρη του πρωτόγονου εργοστασίου δούλευε ο Ψαρής σέρνοντας τη βαριά πέτρα, ακολουθούμενος από ένα δωδεκάχρονο αγόρι, ή κορίτσι και στην άλλη οι εργάτες ζεσταίνοντας το νερό και πιέζοντας με το χειροκίνητο πιεστήριο τα τσόλια, γεμάτα χαμούρι, να ξεχωρίσουν το λάδι απ’ το λιοκόκκι. Τα λαδολύχναρα κρεμασμένα στα τοιχώματα του γεμάτου από καπνούς και ατμούς λιοτριβιού, φαίνονταν σα μισοσβησμένα αστέρια, σε ελαφρά συννεφιασμένο ουρανό.
Δούλευε και δούλευε καλά ο Ψαρής! Δεκαέξι ώρες το εικοσιτετράωρο και τροφή του η ίδια. Άχυρο, λίγο μισαλεσμένο κριθάρι και άφθονο λιοκόκκι.
Ήρθαν τα Χριστούγεννα, η δουλειά τέλειωσε και η σοδειά πήγε καλή. Τούτη τη χρονιά πήραν το πιο πολύ λάδι οι συνεταίροι απ’ όλες τις χρονιές. «Ήταν τυχερός ο ψαρής…» είπε ο μπάρμπα Γιώργης, ύστερα από το μοίρασμα της σοδειάς. Κανένας όμως δεν απήντησε στα λόγια του. Πήρε ο καθένας το μερίδιό του και πήγε σπίτι του και ο μπάρμπα Γιώργης μαζί με το δικό του μερίδιο, τράβηξε στο αχούρι του και στον Ψαρή.
Την άλλη μέρα, όταν οι συνεταίροι μαζί με τις γυναίκες τους πήγαν στο λιτριβιό να τακτοποιήσουν τα πράγματα και να το κλείσουν, για να το ανοίξουν την άλλη χρονιά, ο μπαρμπα Γιώργης άνοιξε κουβέντα για τον Ψαρή:
-Ούτε για πούλημα είναι, τους είπε «…μα ούτε και φαίνεται πως θα πεθάνει γρήγορα. Θα πρέπει να ξοδέψουμε κάτι ο καθένας μας, όσο ζήσει το ζωντανό.» Τέτοια διάθεση από τους άλλους όμως δεν υπήρχε, «
-Να τον αφήσουμε να πεθάνει από την πείνα μέσα στο αχούρι…, είπαν !
Το πρόσωπο του μπάρμπα Γιώργη χλόμιασε, «μας δούλεψε…» είπε και έδειξε τη βαριά πέτρα του λιοτριβιού «τριάντα πέντε ολάκερες μέρες. Τα έξοδά του δεν ήταν τίποτα και η αγορά του 25 δραχμές. Είναι κρίμα να τον αφήσουμε να πεθάνει από την πείνα. Στο λάδι που τρώμε είναι και μια σταγόνα ιδρώτα του Ψαρή. Εάν εσείς θέλετε έτσι να τον ξεφορτωθείτε, να τον πάρετε στο δικό σας αχούρι. Στο δικό μου τέτοιο κακό δεν μπορεί να γίνει.
-θα τον πεθάνω εγώ…, είπε η θεια Αφροδίτη, η γυναίκα του μπάρμπα Βασίλη του δεύτερου συνεταίρου. «…Θα τον γκρεμίσω στο βράχο του Ξεριά»
Του κάκου φώναξε ο μπάρμπα Γιώργης και του κάκου τους ξόρκισε να μην κάνουν τέτοιο κακό. Δέχθηκαν μ’ ανακούφιση τη λύση που τους βρήκε η θεια Αφροδίτη και ανάθεσαν σε αυτή την εκτέλεση του Ψαρή.
Ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια του μπάρμπα Γιώργη και μαζί με τα χείλη του, τρεμούλιασαν και τα ψαρά του μουστάκια. Κάτι θέλησε να πει, μα οι λέξεις πνίγηκαν στο λαρύγγι του, σαν αντίκρισε την σκληρή και κρύα σαν το ατσάλι ματιά της γυναίκας του, της θείας Μαρίτσας, η οποία μάντεψε το τι ήθελε να πει και το τι ήθελε να κάνει ο μπάρμπα Γιώργης.
Σήκωσε τα δακρυσμένα μάτια στον ουρανό και φεύγοντας είπε:
-Το κρίμα στο λαιμό σας.
Μάταια προσπάθησε ο μπάρμπα Γιώργης, να μεταγγίσει λίγο από το θησαυρό που έκρυβε η ψυχή του και στους άλλους
Αντίκρισε την απονιά και την σκληράδα. Και στην αδυναμία του να κάνει να νιώσουν και οι άλλοι ότι κι αυτός, τους έριξε στη Θεία κρίση, «το κρίμα να ΄ναι στο λαιμό σας» τους είπε.
Το κρίμα όμως ήρθε στο λαιμό του μπάρμπα Γιώργη. Ίσως γιατί αυτός που ένιωθε το μεγάλο κακό που γινόταν στον Ψαρή, δεν είχε τη δύναμη για να το σταματήσει. Τον νίκησαν η φτώχεια και η σκληράδα.
Ύστερα από πέντε μήνες, μαζί με εκατοντάδες άλλους μετανάστες και έπειτα από είκοσι ημερών ταξίδι στον Ατλαντικό, βρέθηκε στη μεγάλη Πολιτεία της Αμερικής το Σικάγο. Ο φροντιστής του μικρού χειροκίνητου εργοστασίου, βρέθηκε εργάτης στα μεγάλα εργοστάσια της Αμερικής.
Πόσες φορές μέσα στο θόρυβο του ατσαλιού, δε θα νοστάλγησε το μικρό του εργαστήρι και τα ξεροβούνια της πατρίδας του. Και πόσες φορές μέσα στη μοναξιά του, δεν θα θυμήθηκε τον άδικο και σκληρό θάνατο του Ψαρή. Δούλεψε σκληρά, σαν τον Ψαρή και χρόνια πολλά στην ξενιτιά. Και μια Αυγουστιάτικη μέρα, που θα του θύμιζε τις καρπισμένες ελιές του χωριού του, σταμάτησε η μεγάλη του καρδιά, με το μεγάλο παράπονο που αισθάνεται κανείς πεθαίνοντας μόνος του και μακριά από κάθε τι που αγάπησε. Το φιλόξενο χώμα της ξένης γης, αγκάλιασε και σκέπασε με περίσσια στοργή το γερασμένο και κουρασμένο του κορμί…
…………………………………………………………………………………………………
Την τελευταία βραδιά της ζωής του Ψαρή, οι μεγαλύτερες κόρες του μπάρμπα Γιώργη, η Στυλιανή και η Ελένη, έδωσαν και την τελευταία ταγή του.
Χρεμέτισε την άλλη μέρα ο Ψαρής, σαν είδε να ανοίγει το αχούρι η θεια Αφροδίτη και οι κόρες του μπάρμπα Γιώργη και στην υγρή του ματιά φαίνονταν η γαλήνη και η καλοσύνη. Τα κορίτσια τον χάιδεψαν. Δέχθηκε το χάδι τους, σαν τον παππού που δέχεται το χάδι του αγγονιού στ’ άσπρα του γένια και κούνησε το κεφάλι του.
Σαν βγήκε ο Ψαρής από το αχούρι και τον χτύπησε ο άγριος βοριάς, ξαφνιάστηκε. Κούνησε τ’ αυτιά του και έριξε τη ματιά του δεξιά κι αριστερά, απορώντας που τον πάνε. Μαρμάρωσαν οι αδελφές στην πόρτα του αχουριού. Ένιωσαν την κρυάδα του θανάτου και το χέρι της μικρότερης, της Ελένης, βρήκε κι έπιασε σφιχτά το χέρι της μεγαλύτερης της Στυλιανής. Ακολούθησαν με τη ματιά τους τον Ψαρή ως τη στροφή του δρόμου που χάθηκε
Πέντ’ έξι ξυπόλητοι και ξεσκούφωτοι Γαβριάδες ακολουθήσανε τη γριά για να δουν κάτι που μέχρι τώρα δεν είχαν δει. Το γκρέμισμα του ζώου από το βράχο.
Τα γυμνά της πόδια πατούσαν τις κρύες πέτρες και το λασπωμένο χώμα, πετάγονταν ανάμεσα από τα δάκτυλα, σαν το ζυμάρι από τα χέρια του ζυμωτή. Ύστερα από λίγο, η θλιβερή συνοδεία περνούσε μπροστά από τη μικρή εκκλησούλα του χωριού. Ήταν στη μέση του νεκροταφείου, που ήταν γεμάτο από πανύψηλα κυπαρίσσια. Έριξε μια ματιά η γριά στην Εκκλησιά, έκαμε το Σταυρό της και τα χλωμά της χείλη ψιθύρισαν κάτι.
Έριξε και μια ματιά στο νεκροταφείο και στο μέρος που ήσαν θαμμένοι οι γονείς της και πάλι τα χλωμά της χείλη ψιθύρισαν κάτι. Τι είπε τάχα η γριά στις τέσσερες Άγιες γυναίκες, που στο όνομά τους ήταν αφιερωμένη η Εκκλησούλα και τι είπε στους γονιούς της;
Η συνοδεία προχώρησε. Τα μάτια της γριάς και το γερό μάτι του Ψαρή δάκρυσαν και ανοιγόκλειναν από το δυνατό φύσημα του βοριά. Ύστερα από λίγο έφτασαν στο βράχο. Πλησίασε η γριά και διάλεξε το κατάλληλο μέρος του βράχου που θα ΄ριχνε τον Ψαρή. Τον έσυρε στην άκρη του βράχου έτσι, που το δεξιό και τυφλό του μάτι να είναι κατά το γκρεμό και να μην βλέπει το χάος που έχασκε μπροστά του και που ύστερα από λίγο θα γινότανε ο τάφος του. Στην απέναντι άκρη του ξεροπόταμου υψώνονταν άλλος βράχος 100 – 150 μέτρων ύψους, η κορακοφωλιά, γεμάτος από μαύρα κοράκια από τα οποία πήρε και το όνομά του.
Έβγαλε το καπίστρι, το δίπλωσε και το πέταξε διό τρία μέτρα πίσω και στα πόδια των παιδιών που ακολουθούσαν. Με ματιά σκληρή και με καμιά συγκίνηση στο πρόσωπο, ακούμπησε τα ξεράγκωνά της χέρια στο αδύναμο κορμί του Ψαρή και στο μέρος εκείνο που είχαν αφήσει τα ίχνη τους τα λουριά με τα οποία τράβηξε μια ολόκληρη ζωή το μαγκανοπήγαδο και τη βαριά πέτρα του λιοτριβιού. Και με μια προσπάθεια πού ΄δειχνε πως εκτελεί κάποιο υπέρτατο, προς την κοινωνία και τον εαυτόν της, καθήκον, του έδωσε ένα δυνατό σπρώξιμο.
Τρεμούλιασαν τα κοκαλιάρικα πόδια του Ψαρή και το σώμα του ταλαντεύτηκε. Έκαμε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να σταθεί όρθιος μα δεν πέτυχε. Έγειρε αριστερά, χτύπησε ακριβώς στο χείλος του γκρεμού και έπεσε διό μέτρα πιο κάτω. Οι μικροί θάμνοι που είχαν φυτρώσει στο σημείο εκείνο, βάσταξαν το λίγο βάρος του Ψαρή και τον κράτησαν έτσι μετέωρο με το αριστερό γερό του μάτι προς τα τοιχώματα του βράχου και προς τη γριά, χωρίς να βλέπει τον γκρεμό. Έριξε την θολωμένη ματιά του στη γριά, σα να της ζητούσε να τον βοηθήσει να σηκωθεί από το βαρύ πέσιμό του.
Γρύλισε η γριά, γιατί στάθηκε στους θάμνους και δεν έπεσε. Βιαζόταν να τελειώσει γρήγορα και να γυρίσει στο σπίτι της, μ’ αλαφρή τη συνείδηση πως έκαμε στην εντέλεια το καθήκον της. Βιαστικά πήρε στα χέρια μια βαριά πέτρα, τη σήκωσε ψηλά και με δύναμη, δυσανάλογη προς την ηλικία της, την έριξε στην πλάτη του Ψαρή. Τη στιγμή εκείνη, η υγρή ματιά του Ψαρή ήταν καρφωμένη στα ξερά και σκληρά μάτια της γριάς. Ποιος ξέρει τι είπαν μεταξύ τους, με τις παράξενες ματιές τους, τα τρία αυτά μάτια.
Ένας ξερός κούφιος κρότος ακούστηκε, χτυπώντας η πέτρα στο αδύνατο κορμί του Ψαρή. Τα κλαδιά από την πίεση της πέτρας και από το βάρος του Ψαρή υποχώρησαν, λύγισαν και το κορμί του Ψαρή γυρνώντας επάνω στα λυγισμένα κλαδιά, με τα πόδια ορθά, σαν τέσσερα ξερά παλούκια, διέγραψε ένα κύκλο και χάθηκε στο κενό…
Λίγα δευτερόλεπτα πέρασαν, κι ακούστηκε ένας γδούπος που τον αντιλάλησε ο απέναντι βράχος, η κορακοφωλιά. Τα μαύρα κοράκια ξαφνιάστηκαν, πέταξαν από τη φωλιά τους και διέγραψαν κύκλους πάνω απ’ τον νεκρό Ψαρή.
Ακολουθήσαμε με σφιγμένη την καρδιά τη γριά στο γυρισμό της, κρατώντας στα χέρια της το σημάδι, που έδειχνε πως η απόφαση εξετελέσθη και ο «κατάδικος» έπαψε να ζει. Το καπίστρι.
Ποτέ δε θα λησμονήσω το δάκρυ του μπάρμπα Γιώργη, το τρεμούλιασμα των χειλιών και του μουστακιού του, ούτε και την υγρή παρακαλεστική ματιά του Ψαρή, ριγμένη στη στεγνή, σκληρή και άπονη ματιά της θεια Αφροδίτης.
[Δημοσιεύθηκε από το agiasofiablog.gr]
Καταπληκτικό Αφήγημα! Τι να πω, υπήρχε ίσως μια άλλη αντίληψη. Η ζωή είχε άλλη αξία? Ο Θάνατος ήταν λύτρωση?
Θυμάμαι κι εγώ τη Ρούσα, το μουλάρι μας που το απέσυραν μακριά από το σπίτι λίγο πριν πεθάνει.
Σας ευχαριστούμε για τις μνήμες .
Το κείμενο του παππού μου καταδεικνύει ότι εκείνη την εποχή, παρά την εκμετάλλευση των ζώων, οι κοινωνίες ήταν πιο αγνές, σε σύγκριση με σήμερα όπου οι άνθρωποι έχουν γίνει χρησιμοθήρες έναντι ακόμα και των συνανθρώπων τους, όπως επιβάλλουν οι κανόνες της παγκοσμιοποίησης. Ωστόσο, ο κανόνας «ο θάνατός σου η ζωή μου» δεν θα ‘πρεπε να εφαρμόζεται ούτε καν στα ζώα, κάτι που όπως φαίνεται υποστήριζε ο μπάρμπα Γιώργης.
Διαβάζω καθημερινά τις αναρτήσεις σας και θα ήθελα να σας ευχαριστήσω που προβάλλετε τόσο όμορφα τον τόπο και την ιστορία του.
Σήμερα ήταν σαν να μου μίλησε ο παππούς μου, που δεν είχα την τύχη να τον γνωρίσω ζώντα, θυμίζοντάς μου ότι και ‘γω έχω δει το δάκρυ του μπάρμπα Γιώργη…
Μια άλλη εποχή, πολλές δυσκολίες, μεγάλη φτώχεια, τα ζώα ήταν βοηθοί σε όλες σχεδόν τις αγροτικές εργασίες δενονταν με τους ανθρώπους και ο αποχωρισμός δύσκολος ακόμη και στις περιπτώσεις που ήταν αναγκαίο κακό. Πολύ συγκινητική η αφήγηση του παππού Παναγιώτη, μας δίνει την εικόνα της εποχής του και παράλληλα εξηγεί τα αίτια του μεταναστευτικου κύματος που ήταν η αιτία της απογυμνωσης πολλών περιοχών της πατρίδας μας.
Ο Παναγιώτης Καραζάνος του Γεωργίου ,αδελφός του πατέρα μου , γεννήθηκε το 1898 στο «Μικρό Χωριό με το μεγάλο όνομα» όπως ο ίδιος στο αφήγημα του ονόμασε την Αγιασοφιά. Ποιος ξέρει ποιες σκέψεις και ποια συναισθήματα τον ενέπνευσαν ώστε να εκφέρει λογοτεχνικά την όμορφη αυτή φράση. Συναισθήματα αγάπης για το χωριό; Σκέψεις ίσως ματαιότητας ;
Ο πατέρας του – ο μπαρμπαγιώρης του αφηγήματος – ήταν ο Γιώργος Καραζάνος του Αντωνίου και η μητέρα του η Μαρία το γένος Μιχάλη Γρηγορίου από την Μεσσοράχη , εγγονή του Γρηγόρη Ηλιόπουλου , αρχηγού των όπλων μικρού σώματος μαχητών στην διάρκεια του αγώνα της ανεξαρτησίας.
Ο Παναγιώτης τελείωσε το ιεροδιδασκαλείο Τριπόλεως κα ι άρχισε να εργάζεται ως δάσκαλος στην νέα Ελλάδα και ειδικά στην Μακεδονία ,όπως πολλοί «παλιοελλαδίτες» δημόσιοι υπάλληλοι.
Νους ανοιχτός , χαρακτήρα άμεμπτος και άνθρωπος μορφωμένος. Γνώριζε καλά την αρχαία και νέα ελληνική γραμματεία και είχε όπως καταδεικνύεται και από το ανθρωποκεντρικό του αφήγημα αξιόλογες λογοτεχνικές δυνατότητες . Περιγράφει σε αυτό πολύ όμορφα τα γεγονότα της σκληρής καθημερινότητας και κυρίως του ς χαρακτήρες με πρωταγωνιστή τον ευαίσθητο πατέρα του.
Ο Παναγιώτης Καραζάνος δούλεψε κυρίως στην Θεσσαλονίκη αλλά σταθμός στη καριέρα του ήταν η ή ίδρυση και οργάνωση του Ορφανοτροφείου Πτολεμαΐδας που φιλοξενούσε ορφανά προσφυγόπουλα της Μικρασίας. Για την συμβολή του αυτή η μικρή πολιτεία έδωσε το όνομα του σε ένα περιφερειακό της δρόμο. Παντρεύτηκε την Μαρία Μακαρόνα , δασκάλα και αυτή με καταγωγή από το Καστρί και από το Αστρος. Κάνανε δύο παιδιά.
Δυστυχώς η μοίρα του στέρησε νωρίς την ζωή ,στα 58 του χρόνια. Είναι θαμμένος στο νεκροταφείο του χωριού μας.