Η υπερπόντιος μετανάστευση των ΑγιαΣοφιτών
Σαν πήγε στην Αμερική, εγύριζε ο νους του πίσω,
καθημερινή και Κυριακή
Σαν άρχιζε να γράψει γράμμα, – «καλή μου μάνα κι αδελφή …» –
εκεί τον έπιανε το κλάμα.
Επέρασε καιρός πολύς, στα ξένα ασπρίσαν τα μαλλιά του,
γυρίζει πίσω παραλής,
Τα πλούτη του είναι περισσά, έφερε γούνες και ρολόγια
έχει τα δόντια του χρυσά.
Πηγαίνει στο σπιτάκι ίσα, «η μάνα του; … η αδελφή;»
είναι και οι διο στα κυπαρίσσια
Ας ξαναζούσαν μια βραδιά – κι ας ήτανε και στ΄όνειρό του –
θα ‘δινε ολάκερο το βιός του.
Το παραπάνω ποιηματάκι του Ζαχαρία Παπαντωνίου, ήταν η αιτία που δάκρυζαν τα μάτια των περισσότερων ΑγιαΣοφιτών, μέσα στην αίθουσα του Δημοτικού Σχολείου, κάθε φορά που κάποιος μαθητής το απάγγελνε κατά τις εορταστικές εκδηλώσεις την ημέρα των εξετάσεων.
Και τούτο συνέβαινε, γιατί σε κάθε σπίτι του χωριού μας υπήρχε τουλάχιστον ένας, ή και περισσότεροι ξενιτεμένοι, κάτι που γνώριζε πολύ καλά ο καλός μας δάσκαλος.
Η αρχή του τέλους για τον τόπο μας, ο μισεμός, αυτή η αθεράπευτη πληγή του χωριού μας και κάθε χωριού της πατρίδος μας, είχε αρχίσει να εκδηλώνεται από τις αρχές του 20ου αιώνα.
Κύρια αιτία η φτώχεια, η ανεργία, η πείνα και γενικά οι δύσκολες συνθήκες της καθημερινής διαβίωσης.
Έξι και παραπάνω παιδιά μέσα σε κάθε σπίτι. Τα «ζωντανά» λίγα, τα χτήματα επίσης το ίδιο, δουλειές και ημερομίσθια σπάνια, αφού το χωριό ήταν μακριά από μεγάλα Αστικά κέντρα.
Έφευγαν οι ΑγιαΣοφίτες για το εξωτερικό, με την ελπίδα να γυρίσουν σύντομα με χρήματα, για να ξεχρεώσουν το κτήμα του πατέρα τους, να κάνουν μια δουλειά στον τόπο τους, να προικίσουν τις αδελφές τους. Και βέβαια για να γλιτώσουν από την πείνα, τη δυστυχία και την εκμετάλλευση που βασίλευαν στην πατρίδα τους. Κι όσοι δεν είχαν τα απαραίτητα, πουλούσαν ένα χωράφι, άλλοι ένα βόδι, κι άλλοι με κάθε τρόπο εξασφάλιζαν ένα μικρό δάνειο, βάζοντας υποθήκη κτήματα ή και το σπίτι ακόμα.
Ενδεικτικό του ότι οι ΑγιαΣοφίτες πήγαιναν με πρόθεση να μείνουν προσωρινά στην Αμερική, είναι το γεγονός ότι στην αρχή έφευγαν μόνο άντρες, σε αντίθεση με τους μετανάστες από άλλες χώρες, όπου έφευγαν και γυναίκες. Έτσι άδειασε σιγά σιγά ο τόπος μας από το πιο ζωντανό και παραγωγικό στοιχείο του πληθυσμού.
Ένα «καρκίνωμα» στο χωριό άρχισε να παρουσιάζεται. Ένας ζωντανός αποχωρισμός του παιδιού από τη μάνα, του αδελφού από τον αδελφό. Ένας αποχωρισμός, κι από ΄κείνα που βίωσαν κι αγάπησαν. Το Σχολειό, την Εκκλησιά, τη ρεματιά, τα περιβόλια τις βουνοπλαγιές.
Δεν ήξεραν όμως, τι τους περίμενε εκεί. Δεν είχαν ακόμα επίγνωση των τεράστιων προβλημάτων που θα αντιμετώπιζαν στη «γη της επαγγελίας», ειδικά κατά το πρώτο κύμα μετανάστευσης στις αρχές του 20ου αιώνα.
Οι δοκιμασίες των φτωχών μεταναστών, οι οποίοι ελάχιστα νοιάζονταν για ανέσεις, που ποτέ άλλωστε δεν είχαν γευτεί, άρχιζαν πολύ πριν το ταξίδι. Οι περισσότεροι αγνοούσαν τις μεγάλες δυσκολίες που τους περίμεναν στο Νέο Κόσμο, τον οποίο εκατοντάδες μεσίτες μετανάστευσης (επάγγελμα που ανθούσε τα χρόνια εκείνα), παρουσίαζαν ως νέα «Γη της Επαγγελίας». Με την ελπίδα λοιπόν ότι στην ξένη χώρα θα αποκτήσουν ότι χρειάζονται για να επιστρέψουν για μια καλύτερη ζωή, αγωνίζονταν να πάρουν την άδεια μετανάστευσης για την Αμερική, τόπο απαγορευμένο σε όσους υπέφεραν από ασθένειες και γενικά σε όσους ήταν ανίκανοι για σωματική εργασία.
Μετά την εξασφάλιση της πολυπόθητης άδειας μετανάστευσης, το βάσανο άρχιζε από τις «φρικτές» συνθήκες διαβίωσης κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, στα μεταναστευτικά υπερωκεάνια, ιδιαίτερα εκείνα της πρώτης περιόδου (1907-1937).
Οι μετανάστες θεωρούνταν «φορτίο». Αρκεί να σκεφτούμε ότι πλοία μόλις 5 – 6 χιλιάδων τόνων, μετέφεραν έως 1.200 – 1.300 και παραπάνω επιβάτες, σε ταξίδια που συχνά ξεπερνούσαν τον ένα μήνα.
Οι μετανάστες «πακετάρονταν» σε απελπιστικά στενούς χώρους, κάτω από το κυρίως κατάστρωμα. Και οι χώροι αυτοί, καθορίζονταν μόνο την τελευταία μέρα πριν από τον κατάπλου. Από την πρώτη κιόλας ημέρα του ταξιδιού, η πολυκοσμία, οι αναθυμιάσεις των εμετών, η απόπνοια των σωμάτων των επιβατών και η έλλειψη στοιχειώδους καθαριότητας, έκαναν την ατμόσφαιρα αποπνικτική. Ο διαχωρισμός των γυναικών επιβατών ήταν αδύνατος. Στην προσπάθειά τους για κάποια απομόνωση οι γυναίκες κρεμούσαν τα ρούχα τους γύρω από τα κρεβάτια τους, προκειμένου να δημιουργήσουν κάποιο υποτυπώδες παραπέτασμα. Συνήθως, δεν πολυενοχλούνταν από τους άνδρες συνεπιβάτες τους, όσο από τους άνδρες του πληρώματος που συχνοπερνούσαν από τα γυναικεία διαμερίσματα. Η περιέργειά τους έφτανε συχνά έως την παρενόχληση. Ιδιαίτερα υποφέρανε οι ασυνόδευτες γυναίκες της τρίτης θέσεως.
Όμως, ας «παρακολουθήσουμε» καλύτερα τα λεγόμενα ενός παθόντα ταξιδιώτη, του Ανδρέα Κορδοπάτη από το χωριό Δάρα Αρκαδίας στο Βιβλίο «Το συναξάρι του Ανδρέα Κορδοπάτη» που επιμελήθηκε ο συγγραφέας Θανάσης Βαλτινός (εκδόσεις: Κέδρος 1972), στο οποίο περιγράφει το ταξίδι του με την «Αυστροαμερικάνα» στην οποία επιβιβάστηκε στην Πάτρα.
«Τρεις μέρες προχωρήσαμε, την Τρίτη νύχτα μεσάνυχτα, το πλοίο χάλασε, χωρίς να καταλάβουμε τίποτα εμείς. Μονάχα οι πλοίαρχοι και οι μηχανικοί το ήξεραν και αντί για μπρος γύριζε πίσω. Το διόρθωσαν και άρχισε πάλι να πηγαίνει, αλλά ψεύτικο διόρθωμα, έκανε μονάχα οκτώ μίλια. Δύο ώρες με τα πόδια, μια με το πλοίο Αυστροαμερικάνα. Έγερνε και στα πλάγια. Τεντωνόμασταν χάμω και πιάναμε το νερό της θάλασσας όταν ήταν γαλανή. Όταν ο καιρός ήταν μαύρος, φίδια μας έτρωγαν. Η ψυχή του κόσμου ήταν βυθισμένη στο φόβο. Για φαγητό έσφαζαν και μας έδιναν κάτι παλιάλογα. Καμιά εβδομάδα τη βγάλαμε μ΄ αυτά που είχαμε ψωνίσει στην Πάτρα, αλλά σωθήκανε. Μας έδιναν κάτι ρέγκες με σκουλήκια, χαλασμένες τις πετάγαμε… Ζούσαμε μέσα σ’ αυτή τη φρίκη, από κάτω θάλασσα κι από πάνω ουρανός. Έπειτα άρχισε να κοχλάζει η ψείρα. Κάθονταν όρθιες στα πανωφόρια των επιβατών, άσπρες με ουρά. Σε λίγες μέρες με την αργοπορία του πλοίου, το νερό λιγόστεψε. Τρεις χιλιάδες κόσμος που ήμασταν μέσα διψάσαμε. Μαζευόμασταν μυρμηγκιά με τις βίκες (στάμνες) μπροστά στα ντεπόζιτα και κει γινόταν χαλασμός». «Οι μετανάστες στα πλοία «πακετάρονταν» στην Γ΄ θέση άντρες, γυναίκες και παιδιά μαζί και από την πρώτη ημέρα οι εμετοί, οι αναθυμιάσεις και η απλυσιά έκαναν την ατμόσφαιρα πνιγηρή».
Τα πλοία με τα οποία γίνονταν εκείνα τα ταξίδια, ήταν τα ξακουστά και υπερσύγχρονα υπερωκεάνια της εποχής, με κυριότερα από αυτά το ΙΩΑΝΝΙΝΑ (έτος ναυπήγησης) 1897, ΜΟΡΕΑΣ 1902, ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ 1907, αργότερα επονομάστηκε σε ΜΩΡΑΙΤΗΣ, ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ 1908, ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ 1914 όπου αργότερα επονομάστηκε σε ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΑΣ κι αργότερα ΒΥΡΩΝ, ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ 1912, ΠΑΤΡΙΣ 1909, ΝΕΑ ΕΛΛΑΣ 1922, ΑΤΛΑΝΤΙΚ 1927 όπου αργότερα επονομάστηκε σε ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΗ, HOMERIC 1931, ΑΥΣΤΡΑΛΙΣ 1940, ΤΑΣΜΑΝΙΑ 1940, ΟΛΥΜΠΙΑ 1953, ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΑΝΝΑ ΜΑΡΙΑ 1955.
ΠΡΩΤΟ ΚΥΜΑ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ
Ο πρώτος ΑγιαΣοφίτης που αναχώρησε για την Αμερική, ήταν ο Γεώργιος Καραζάνος του Αντωνίου (πατέρας του Επιθεωρητή), με το υπερωκεάνιο «Ευγενία», σε ηλικία 45 ετών και αφίχθηκε στη νήσο Ellis την 11η Ιουνίου 1910.
Ακολουθεί σχετική φωτογραφία από το ηλεκτρονικό αρχείο του Ellis Island.
Στη συνέχεια ακολούθησαν οι κατωτέρω, οι οποίοι συμπεριλαμβάνονται στο α΄ κύμα μετανάστευσης:
Ιωάννης Καραζάνος του Γεωργίου (πατέρας του πρώην γραμματέα)
Παναγιώτης Καραζάνος του Βασιλείου (πατέρας Αθηνάς)
Ιωάννης Καραζάνος του Χαραλάμπους
Eλένη Καραζάνου του Γεωργίου
Σοφία Καραζάνου του Δημητρίου
Ιωάννης Καραζάνος του Κων/νου
Ιωάννης Κουλούρης του Γεωργίου (πατέρας της Θεοφάνης)
Φίλιππος Λαμπίρης του Γεωργίου (πατέρας του Διαβολή)
Ιωάννης Λαμπίρης του Γεωργίου
Κων/νος Λαμπίρης του Αναστασίου (αδελφός του Τασσάκου)
Θεόδωρος Λαμπίρης του Αλεξίου (πατέρας του Αγγελή)
Αλέξιος Λαμπίρης του Δημητρίου (αδελφός του Γκούνα)
Ιωάννης Λαμπίρης του Δημητρίου
Καλλιόπη Λαμπίρη του Δημητρίου
Αμαλία Λαμπίρη του Δημητρίου
Σοφία Λαμπίρη του Δημητρίου
Παναγιώτης Λαμπίρης του Δημητρίου
Χρήστος Λαμπίρης του Ιωάννη (Μερεντίτης)
Κων/νος Λαμπίρης του Ιωάννη
Αντώνιος Λαμπίρης του Γεωργίου (πατέρας της Ελπίδας)
Γεώργιος Λαμπίρης του Αντωνίου (γιος του ανωτέρω)
Παναγιώτης Λυμπέρης του Σαράντου (πατέρας Λυμπερόγιαννη)
Γεώργιος Λυμπέρης του Σαράντου (πατέρας Μπουλουγούρη)
Γεώργιος Λυμπέρης του Ιωάννου (πατέρας του Λεγγέρα)
Σπύρος Λυμπέρης του Γεωργίου (αδελφός του Λεγγέρα)
Ιωάννης Λυμπέρης του Γεωργίου
Ιωάννης Μπακούρης του Θεοδώρου (αδελφός Μάρως, Κατίνας κ.α.)
Κων/νος Μπακούρης του Θεοδώρου
Δημήτριος Μίλης του Γεωργίου
Κων/νος Ρόλλας του Γεωργίου (πατέρας του Μιχάλη)
Ιωάννης Ρόλλας του Γεωργίου (Γιάνναρος)
Ιωάννης Ρόλλας του Βασιλείου (Καραζής)
Γεώργιος Ρόλλας του Ιωάννη (Παγιουλής)
Κων/νος Ρόλλας του Ιωάννη (Παγώνης)
Αριστείδης Σημάδης του Παναγιώτη
Λεωνίδας Σημάδης του Αριστείδη
Παναγιώτης Σημάδης του Αριστείδη.
Κων/νος Σιαβελής του Δημητρίου
Κων/νος Σιαβελής του Ιωάννη
Παναγιώτης Σιαβελής του Πέτρου (Ανάργυρος)
Κων/νος Σιαβελής του Σωτηρίου (πατέρας του Σωτήρου – Κουντρέλης)
Ιωάννης Σιαβελής του Κων/νου (αδελφός του Σωτήρου)
Χαράλαμπος Σιαβελής (πατέρας του Σοφιανού)
Βασίλειος Σιαβελής του Παναγιώτη (πατέρας του Ανδρέα)
Παναγιώτης Σιαβελής του Βασιλείου (παιδί του ανωτέρω)
Χρήστος Σιαβελής του Παναγιώτη (Χρηστιάς – πατέρας του Λουκά)
Πέτρος Σιαβελής του Χρήστου (αδελφός του Λουκά)
Ηλίας Σιαβελής του Χρήστου (αδελφός του Λουκά)
Γρηγόριος Σιαβελής (Γούναρης)
Kων/νος Σιαβελής του Δημητρίου
Ιωάννης Σιαβελής του Δημητρίου
Δοξούλα Σιαβελή του Δημητρίου
Αθανάσιος Σιαβελής του Κων/νου (Ξύδης)
Γεώργιος Σιαβελής του Ιωάννου (Τσιόκονας)
Γεώργιος Σιαβελής του Παναγιώτη (πατέρας του Τζίμη)
Δημήτριος Σιαβελής του Γεωργίου (Τζίμης)
Κων/νος Σιαβελής του Γεωργίου (αδελφός του Τζίμη)
Ιωάννης Σιαβελής του Γεωργίου (αδελφός του Τζίμη)
Γεώργιος Σιαβελής του Σταύρου (Σταυράκος)
Κων/νος Σιαβελής του Γεωργίου (παιδί του Σταυράκου)
Ιωάννης Σιαβελής του Σταύρου (Τσαγκαρόγιαννης)
Παναγιώτης Σιαβελής του Σταύρου (αδελφός του Τσαγκαρόγιαννη)
Σωτήριος Σιαβελής του Σταύρου (αδελφός του Τσαγκαρόγιαννη)
Δημήτριος Φαρμασώνης του Νικολάου (αδελφός του Κώστα)
Παναγής Φαρμασώνης του Βασιλείου (αδελφός του Νικόλα)
Ελένη Φαρμασώνη του Βασιλείου
Γεώργιος Φαρμασώνης του Βασιλείου
Ιωάννης Φαρμασώνης του Βασιλείου
Ευταλία Φαρμασώνη του Βασιλείου
Χριστίτσα Φαρμασώνη του Βασιλείου.
ΑΠΟΒΙΒΑΣΗ – ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ
Η πρώτη ταλαιπωρία τους, άρχισε λίγο πριν και μετά την αποβίβασή τους στη νήσο Ellis Island, όπου λάβαιναν χώρα τελωνειακές, υγειονομικές και άλλες εξετάσεις και διατυπώσεις. Στην είσοδο ακριβώς των εκβολών του ποταμού Hudson, μόλις μέσα από τα Narrows, στο Clifton, του Staten Island, ήταν η «Καραντίνα», ο δημόσιος υγειονομικός σταθμός ελέγχου.
Κάθε πλοίο που αγκυροβολούσε εκεί, το περικύκλωνε ένας στολίσκος από μικρά πλοία.
Οι άνδρες της υπηρεσίας Αλλοδαπών και Δημόσιας Υγείας, ανέβαιναν στο πλοίο και περνούσαν γρήγορα από τους χώρους της πρώτης και της δεύτερης θέσης, σε μια βιαστική επιθεώρηση των επιβατών των θέσεων αυτών. Στη συνέχεια κατέβαιναν στα πιο υπόγεια διαμερίσματα, όπου βρίσκονταν οι επιβάτες της τρίτης θέσεως, για το πιο χρονοβόρο μέρος της δουλειάς τους, προκειμένου να εξετάσουν κάθε επιβάτη.
Αφού τελείωνε η διαδικασία τελωνειακού ελέγχου, τότε μόνο άρχιζαν οι μετανάστες να κατεβαίνουν τις σκάλες του πλοίου, φορτωμένοι με τις αποσκευές τους.
Έτσι, κουβαλώντας τα ογκώδη μπαούλα τους, πήγαιναν στις βάρκες της Υπηρεσίας Αλλοδαπών, που τους περίμεναν κάτω από τα πλοία για να τους πάνε στη Νήσος Έλλις, γνωστό στους Έλληνες μετανάστες ως «Καστιγκάρι». Το Καστιγκάρι (και Καστριγκάρι /Καστεργκάρι) είναι παραφθορά του δυσπρόφερτου για Έλληνες κτηρίου Castle Garden (πρώην Castle / Fort Clinton ).
Εκεί οι μετανάστες υποβάλλονταν στην τελική δοκιμασία. Να τι γράφουν ο Ι. Γεωργακόπουλος και ο Ε. Παπαχελής στη μελέτη τους «Ο Έλλην εν Αμερική» 1917
«…Στο νησί Ellis, όπου εξετάζονταν, φρουρούμενοι από γιατρούς και άλλους αρμόδιους, επιφορτισμένους να διαπιστώσουν αν συντρέχουν οι όροι του νόμου για την είσοδο στη χώρα (πρόκειται για τον περίφημο νομό «περί μετανάστευσης του 1906, που απαγόρευσε την είσοδο ορισμένων κατηγοριών μεταναστών, όπως ηλίθιων, φρενοβλαβών, τελείως απόρων, εκείνων που είναι βάρος για την κοινωνία – γερόντων, εγκληματιών, αναρχικών, πόρνων, ασυνόδευτων ανήλικων κλπ.). «Όσοι εξετάζονταν και αποδεικνυόταν ότι ήταν υγιείς, περνούσαν τη σχετική ανάκριση, για τους λόγους που πήγαν στην Αμερική, κι αν όλα πήγαιναν καλά έπαιρναν το «ελεύθερο», τη σχετική κάρτα. Όμως κάθε άρρωστος, ή ασθενικός, ή ακατάλληλος προς εργασίαν, που μπορεί να είχε αρρωστήσει στη διάρκεια του ταξιδιού, υποχρεωνόταν να γυρίσει στο πλοίο και παραδινόταν στην ατμοπλοϊκή εταιρία για επαναπατρισμό. Άγρυπνοι επιθεωρητές της υπηρεσίας αλλοδαπών, μόλις παρατηρούσαν κάποιον ύποπτο, καθώς οι μετανάστες αποβιβάζονταν από τις βάρκες, σημείωναν πάνω στην κάρτα τους κάποιο κωδικό σήμα, προκειμένου να τον προσέξουν στο «Καστιγκάρι» ιδιαίτερα, οι γιατροί του νησιού. Αυτοί οι άτυχοι άθλιοι, έπρεπε να επιστρέψουν στο λιμάνι της επιβίβασής τους με έξοδα της εταιρίας, γεγονός που έκανε τις εταιρείες προσεκτικές στην επιλογή των επιβατών (κατά την ιατρική εξέταση και το ξεψείρισμα τους στα λιμάνια επιβίβασής τους).
ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΖΩΗΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΖΩΗΣ
Οι ΑγιαΣοφίτες, όπως και οι περισσότεροι Έλληνες που μετανάστευαν στις υπερπόντιες χώρες, εκτός από τη σωματική ικανότητα, δε διέθεταν κανένα άλλο προσόν. Έφταναν στον Πειραιά και αντίκριζαν για πρώτη φορά θάλασσα και βαπόρια. Ήταν αγράμματοι, λίγοι είχαν τελειώσει το Δημοτικό, «άβγαλτοι» κι αθώοι, στερημένοι άνθρωποι, που δεν είχαν συνείδηση της δύναμής τους, ούτε φυσικά των δικαιωμάτων τους. Δηλαδή ήταν το κατάλληλο υλικό για εκμετάλλευση.
Οι περισσότεροι νεοαφιχθέντες, έμεναν για λίγο στη Νέα Υόρκη. Εκεί υπήρχαν μικρά ξενοδοχεία και μικρομάγαζα Ελλήνων, οι οποίοι τους υποδέχονταν όταν ξεμπαρκάριζαν από τα σκάφη, που τους έφερναν στο νότιο τμήμα του Μανχάταν από το Έλις Άιλαντ. Ήταν ακριβή η πόλη και οι περισσότεροι είχαν πολύ λίγα δολάρια στην τσέπη τους. Βιάζονταν λοιπόν να συνεχίσουν το ταξίδι τους. Το δύσκολο της υπόθεσης του α΄ κύματος μετανάστευσης, ήταν ότι στις ξένες χώρες δεν τους περίμενε απολύτως κανείς. Υπήρχαν και περιπτώσεις, που ορισμένοι «ψευτοσυγγενείς» κι άλλοι κοντοχωριανοί, που τους είχαν γράψει και περιγράψει για τη «γη της επαγγελίας», με την άφιξή τους έκαναν τον αδιάφορο με σκοπό να αποποιηθούν την ευθύνη της φροντίδας του κάθε νεοφερμένου και δεν ήταν τόσο θερμοί, όσο στο γράμμα που έστελναν στο χωριό,
Οι περισσότεροι στην αρχή, ήταν αναγκασμένοι να κάνουν δουλειές του ποδαριού, να γίνουν «λούστροι», μικροπωλητές, αχθοφόροι, πιατάδες. Ζούσαν μέσα σε τρώγλες, τέσσερις και πέντε μαζί σ” ένα δωμάτιο, για να οικονομήσουν μερικά δολάρια και να τα στείλουν στους δικούς τους πίσω στο χωριό. Δυο – τρεις χιλιάδες δολάρια την εποχή εκείνη, ήταν ολόκληρη περιουσία, κι όσοι κατάφερναν να βάλουν στην άκρη ένα ποσό, το έστελναν στο χωριό για να παντρέψουν μια αδερφή, να συντηρήσουν τη γυναίκα και τα παιδιά που είχαν αφήσει πίσω, να βοηθήσουν τους γέρους γονιούς, να ξεπληρώσουν μια υποθήκη, ένα χρέος.
Όλοι τους εργάστηκαν σκληρά στην αρχή, κάτω από αντίξοες συνθήκες ως ανειδίκευτοι εργάτες, κατάλληλοι μόνο για χειρωνακτική εργασία. Άλλοι έστρωναν σιδηροδρομικές γραμμές στην αχανή αυτή χώρα, άλλοι δούλευαν από πολύ πρωί μέχρι αργά το βράδυ, ως οικοδόμοι στα υπόγεια των υπό ανέγερση ουρανοξυστών. Άλλοι ως εργάτες σε εργοστάσια, σε χαλυβουργεία, σε μεταλλεία, σε ραφτάδικα, σε υποδηματοποιία και σε εστιατόρια ως λαντζέρηδες και άλλα πρόχειρα και περιστασιακά επαγγέλματα. Ως και πλανόδιοι πωλητές και «λούστροι» ακόμα
Όλοι τους, λίγο πολύ, έπεσαν στην αρχή θύματα εκμετάλλευσης ορισμένων επιτήδειων πρακτόρων διαφόρων εταιρειών.
Υπήρχαν μαρτυρίες για ΑγιαΣοφίτες που στην αρχή, είχαν ως μοναδική κατοικία βαγόνια τραίνων με θέρμανση ξυλόσομπας, ενώ τα χρυσά κέρματα της αμοιβής τους τα έθαβαν για περισσότερη ασφάλεια, μέσα στο χώμα.
Έμεναν, όπως και άλλοι μετανάστες, σε βρωμερά και ανθυγιεινά δωμάτια, συχνά στα ίδια κτίρια που ήταν και οι στάβλοι των αλόγων. Σπανιότατα άνοιγαν τη νύχτα τα παράθυρα και ακόμα πιο σπάνια έπλεναν τις κουβέρτες των κρεβατιών τους, με αποτέλεσμα να είναι αποπνικτική και δύσοσμη η ατμόσφαιρα των δωματίων τους… όπου κοιμούντο τρεις και τέσσερις μαζί.
Όταν η κατοικία τους ήταν σε μεγάλη απόσταση από το κέντρο (ως συνήθως), ξυπνούσαν στις 4.30 το πρωί. Πάντοτε έμεναν στην εργασία τους μέχρι τις 9.30 και 10 τη νύχτα. Τη νύχτα ήταν τόσο εξαντλημένοι, ώστε έπεφταν συχνά στο κρεβάτι χωρίς να ξεντυθούν (αφού είχαν κάνει μια και περισσότερη ώρα δρόμο με τα πόδια).
Ένα άλλο βασικό πρόβλημα της εγκατάστασης και γενικά της ενσωμάτωσης με την νέα κοινωνία, ήταν η εκμάθησης της γλώσσας, κυρίως για τα παιδιά τους, γιατί οι ίδιοι την μάθαιναν εμπειρικά, κατά τη διάρκεια της εργασίας και σε διάφορες άλλες κοινωνικές επαφές τους.
Η σχολική διδασκαλία όμως της γλώσσας, κυρίως για τα παιδιά τους αργότερα, παρουσίαζε προβλήματα. Τα παιδιά των ελληνικών, ή ελληνοαμερικανικών οικογενειών, έπρεπε να πάνε στο ελληνικό σχολείο το απόγευμα, μετά το αμερικανικό σχολείο, την ώρα που οι Αμερικανοί φίλοι τους έπαιζαν, ή ξεκουραζόντουσαν. Αναπόφευκτα δημιουργείτο μέσα τους, μια ψυχολογική αντίσταση, μια αντίδραση, που δεν συνέβαλλε βέβαια στην αποτελεσματική εκμάθηση της γλώσσας.
Η μηνιαία εφημερίδα «Ατλαντίς», τεύχος Απρίλιος 1912 αναφέρει γενικά για τους Έλληνες μετανάστες: «… Ζώσι καθ΄ ομάδας και έχουσι κοινήν την τράπεζαν. Εις τα πόλεις ενοικιάζουν δεκαπέντε εργάται εν διαμέρισμα εις μίαν πενιχράν οικίαν, όπου μαγειρεύουν το φαγητόν των εκ περιτροπής, έχουν τας συναναστροφάς των καθ΄ εσπέραν. Θύουν κάποτε εις τον Βάκχον, σχηματίζοντες κύκλον πέριξ του βαρελίου ζύθου, ουχί σπανίως δε επιδίδονται και εις χορούς και θορυβώδη άσματα, προς μεγάλην ανησυχία των γειτόνων των. Η ζωή δεν στοιχίζει ακριβά εις τους εργάτες τούτους. Εις πολλά μέρη οι Έλληνες εργάται των εργοστασίων κατορθώνουν και ζουν επί βλάβη βεβαίως της υγείας των, με δυο δολλάρια την εβδομάδα…
… Εις τας γραμμάς οι εργάται έχουν ως κατοικίαν των τα παλαιά βαγόνια, τα οποία αφήνουν εις την διάθεσίν των αι εταιρείαι, ή ξυλίνας καλύβας, κατασκευαζομένας επίτηδες δι΄ αυτούς εις τα εργατικά στρατόπεδα, ισχύει δε και εκεί όπως εις τας πόλεις το κοινοβιακόν σύστημα».
Επίσης, η παραπάνω εφημερίδα μας πληροφορεί:
« Αυτός είναι ο γενικός κανών της ελληνικής μεταναστεύσεως. Αν εξαιρέσει κανείς το πολύ εν είκοσιν επί τοις εκατόν, όλους τους άλλους Έλληνας της Αμερικής μπορεί να τους συμπεριλάβει εις τον κανόνα τούτον, ημπορεί να τους φαντασθεί με την σκαπάνη και το πτυάριο εις τα σιδηροδρομικές γραμμάς, με τον λύχνον του μεταλλωρύχου εις τα ανήλια βάθη της γης, με τον πέλεκυν του υλοτόμου εις τα δάση, με το overall του βιομηχανικού δημιουργού εις τα εργοστάσια και όπου αλλού η αμερικανική επιχειρηματικότης απασχολεί βραχίονας στιβαρούς δια την δημιουργίαν έργων και δολαρίων. Τα ογδόντα τουλάχιστον εκατοστά των Ελλήνων της Αμερικής είναι εργάται, παράγουν καθημερινώς και ενίοτε νυχθημερόν, δημιουργούν πλούτον, μεταγγίζουν τον ιδρώτα τους εις τας φλέβας του οικονομικού συστήματος της Αμερικής, είναι τμήματα της τεραστίας μηχανής, η οποία παράγει τα περίφημα ανά την υφήλιον Αμερικανικά δολάρια…..
Οι Έλληνες εργάται ακολουθούν το κοινοβιακόν σύστημα της ζωής, τόσον εις τα βιομηχάνους πόλεις, όπου εργάζονται εις τα εργοστάσια, όσον και εις τας σιδηροδρομικάς γραμμάς και τα μεταλλεία»
Οι παραπάνω μαρτυρίες και αναφορές, ας αποτελέσουν λοιπόν αφορμή, έστω και τώρα, για να ανασκευάσουν ορισμένοι τις απόψεις τους, ότι ο δρόμος για την Αμερική ήταν πάντα στρωμένος με δολάρια και η ζωή ήταν παραδεισένια και πάντα ονειρική.
ΟΙ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΖΩΗ ΚΑΛΥΤΕΡΕΥΟΥΝ
Οι δύσκολες συνθήκες διαβίωσης των πρώτων ΑγιαΣοφιτών μεταναστών, άρχισαν με την πάροδο του χρόνου να αποτελούν παρελθόν, κυρίως με την καλυτέρευση της οικονομίας της Αμερικής και την εξασφάλιση των πρώτων εισοδημάτων τους, μετά από σκληρή εργασία, που τους επέτρεψε να αγοράσουν το δικό τους σπίτι και να αποκτήσουν τη δική τους περιουσία, βοηθούμενοι και από τη σύζυγο, αλλά εκμεταλλευόμενοι την εξυπνάδα τους και οικονομικές συγκυρίες της εποχής.
Οι περισσότεροι από αυτούς, έγιναν επιτυχημένοι επιχειρηματίες, οικοδόμοι, εστιάτορες κυρίως, υποδηματοποιοί και άλλοι καταστηματάρχες, όπως και οι περισσότεροι Έλληνες μετανάστες.
Υπήρχαν όμως και περιπτώσεις που η ροπή προς την άσωτη ζωή, με όλα τα παρελκόμενά της, ξενύχτια, γυναίκες, χαρτοπαιξία, αλκοολισμός, οδήγησαν ορισμένους στην στασιμότητα και άλλους, πολύ λίγους, μέχρι και την οικονομική καταστροφή.
Το πρώτο κύμα αυτών των μεταναστών που εκδηλώθηκε από την αρχή του 20ου αιώνα μέχρι τις παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την εκδήλωση του επόμενου και πιο καταστροφικού για τον τόπο μας, κύματος μετανάστευσης.
Ο πηγαιμός του πατέρα, ή του Θείου στην Αμερική, η απόκτηση μιας περιουσίας από αυτόν, καθώς και η εξασφάλισης μιας θέσης εργασίας στο επάγγελμα με το οποίο είχε καταπιαστεί και επιτύχει και κυρίως οι μαρτυρίες για την ονειρική ζωή της Αμερικής, σε συνδυασμό με τη φτώχεια που εξακολουθούσε να υπάρχει στο χωριό μας και γενικά στην πατρίδα μας, οδήγησε στην εκδήλωση του επόμενου κύματος μετανάστευσης.
Απαραίτητη προϋπόθεση τότε για το ταξίδι στο εξωτερικό και την εξασφάλιση της σχετικής αδείας, ήταν η Πρόσκληση κάποιου κοντινού συγγενούς, στην οποία ο προσκαλών, μεταξύ άλλων, δήλωνε εξασφάλιση εργασίας, διαμονής του προσκεκλημένου και κάλυψη στην αρχή των σχετικών υγειονομικών και άλλων εξόδων του. Άλλη προϋπόθεση πάλι, ήταν οι ευεργετικές διατάξεις που όριζε ο Νόμος προς τούτο, σε αυτούς που είχαν συμμετάσχει στον ΕλληνοΙταλικό Πόλεμο, αλλά και στον τριετή Πόλεμο της Κορέας (Ιούνιος 1950 έως Ιούλιος 1953)
Ε… λοιπόν αυτή την περίοδο από το έτος 1950 και ύστερα (μετά τη δεκαετία 1940 και τα εμπόλεμα γεγονότα), ήταν που το χωριό μας δέχθηκε το ύστατο πλήγμα και υπέστη γενικό ξεριζωμό, αφού αυτή την περίοδο έφυγαν περισσότεροι από κάθε άλλη φορά, σχεδόν δύο με τρία παιδιά από κάθε σπίτι. Σύμφωνα με μαρτυρίες παλαιοτέρων, ένας αγωνιώδης – ασυγκράτητος ανταγωνισμός επικρατούσε για το ποιος θα φύγει από κάθε σπίτι για την Αμερική, ή την Αυστραλία και ποιος θα έμενε πίσω να κοιτάξει και να «κλείσει» τα μάτια στους γονείς.
Έφευγαν τα παιδιά του χωριού, το ένα πίσω από το άλλο. Την τελευταία μέρα της αναχώρησης γυρνούσαν από σπίτι σε σπίτι και με δάκρυα στα μάτια αποχαιρετούσαν τους γονείς, τ’ αδέλφια, τους συγγενείς, τους φίλους, έχοντας μια υποψία ότι ίσως να τους έβλεπαν για τελευταία φορά. Τα αγόρια αμούστακα παλληκαράκια και τα κορίτσια σαν τα κρύα τα νερά, εγκατέλειψαν τη γενέτειρά τους και στερήθηκαν από νωρίς την γονική στοργή και οικογενειακή θαλπωρή.
Χαρακτηριστική ήταν η περίπτωση του γεροΔιαβολή, τον οποίο εξανάγκασαν τα παιδιά του να ταξιδέψει μαζί τους στην Αμερική. Φεύγοντας από το χωριό, κι όταν βρισκόταν απέναντι στη Στάση του τρένου, έριξε μια τελευταία αποχαιρετιστήρια ματιά στο χωριό, σιγοψιθυρίζοντας, με δάκρυα στα μάτια, ένα αυτοσχέδιο τραγουδάκι: «έχετε γεια ψηλά βουνά και γεια κοντοραχούλες….» Και λες και το ΄ξερε, δεν ξαναγύρισε στη Αγία Σοφία.
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΥΜΑ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ
Τα ΑγιαΣοφιτάκια που μετανάστευσαν σε Αμερική και Αυστραλία, κατά την περίοδο αυτή, δηλαδή μετά το έτος 1950, ήταν τ’ ακόλουθα:
Από την οικογένεια Δημητρίου Ασκούνη, έφυγαν για Αυστραλία τα παιδιά του: Γεώργιος, Βασίλης, Μαρία, Ματίνα, Χριστίνα, Γεωργία.
Από την οικογένεια Κων/νου Γ. Ρόλλα (Ζέρβα), έφυγαν για Αυστραλία τα παιδιά του Δήμος και Τασία.
Από την οικογένεια Κων/νου Ρόλλα (Παγώνη), έφυγαν για Αυστραλία τα παιδιά του Φίλιππος, Λαμπρινή και Μαρία
Από την οικογένεια Ιωάννη Γ. Ρόλλα (Παγιουλή), έφυγε για Αυστραλία η κόρη του Μαρία.
Από την οικογένεια Δημητρίου Καραζάνου, έφυγαν για Η.Π.Α. τα παιδιά του Ιωάννης και Γεώργιος.
Από την οικογένεια Ιωάννου Κουλούρη, έφυγε για Η.Π.Α. ο γιός του Γεώργιος.
Από την οικογένεια Γεωργίου Λαμπίρη (παπαΓιώργη) έφυγαν για Η.Π.Α. τα παιδιά του Κώστας, Τάκης και Κωνσταντίνα.
Από την οικογένεια Αγγελή Λαμπίρη, έφυγε για Η.Π.Α. ο γιός του Θεόδωρος.
Από την οικογένεια Χρήστου Ι. Λαμπίρη (Μερεντίτη) έφυγαν για Η.Π.Α. ο ίδιος και τα παιδιά του Βασίλειος και Νικόλαος, ο οποίος μάλιστα υπήρξε θύμα ανθρωποκτονίας.
Από την οικογένεια Γεωργίου Λαμπίρη (Τασάκου) έφυγαν για Η.Π.Α. τα παιδιά του Αναστάσιος, Κώστας και Στάμω.
Από την οικογένεια Ιωάννη Λαμπίρη (Κούμανη) έφυγαν για Καναδά τα παιδιά του Αναστάσιος, Δημήτριος και Γεωργία.
Από την οικογένεια Χρήστου Δημ. Λαμπίρη (Γκούνα), έφυγε ο ίδιος για Η. Π. Α.
Από την οικογένεια Δημητρίου Φ. Λαμπίρη (Διαβολή), έφυγαν για Η.Π.Α. ο ίδιος η σύζυγός του Γιαννούλα και τα παιδιά του Μαρία, Φίλιππος, Παναγιώτης, Σταυρούλα, Γιάννης, Ελένη και Κώστας, ολόκληρη δηλαδή η οικογένειά του.
Από την οικογένεια Ιωάννη Ρόλλα (Καραζή), έφυγε για Η.Π.Α. ο γιός του Αντώνης
Από την οικογένεια Φίλιππου Α. Λαμπίρη έφυγαν για Η.Π.Α. ο ίδιος, η σύζυγός του Μαριγώ και τα παιδιά του Κωνσταντίνος (σημερινός Ιερέας) και Αναστάσιος, ο οποίος υπήρξε θύμα ανθρωποκτονίας.
Από την οικογένεια Ιωάννη Γ. Λυμπέρη (Λεγγέρα) έφυγαν για Η.Π.Α. ο ίδιος και τα παιδιά του Γεώργιος, Τούλα και η αδελφή του Κωνσταντίνα.
Από την οικογένεια Αναστασίου Μπακούρη, έφυγαν για Αυστραλία τα παιδιά του Ιωάννης και Μαρία.
Από την οικογένεια Γεωργίου Ρούνη, έφυγαν για Αυστραλία τα παιδιά του Στυλιανός και Ιωάννης
Από την οικογένεια Γεωργίου Β. Σιαβελή, έφυγαν για Καναδά τα παιδιά του Ευστράτιος, Δήμος και Βασίλειος (για Αυστραλία)
Από την οικογένεια Σταύρου Γ. Σιαβελή, έφυγε για Η.Π.Α. ο γιός του Γεώργιος.
Από την οικογένεια Ιωάννη Αντ. Σιαβελή, έφυγε για Η.Π.Α. η κόρη του Ελένη.
Από την οικογένεια Ιωάννη Π. Σιαβελή (Αναργυρόγιαννη) έφυγαν για Αμερική ο ίδιος και τα παιδιά του Τάκης, Γεώργιος και Αικατερίνη.
Από την οικογένεια Χαράλαμπου Σιαβελή έφυγαν για Η.Π.Α. τα παιδιά του Αντώνιος και Ιωάννης.
Από την οικογένεια Δημητρίου Γ. Σιαβελή (Τζίμη) έφυγαν για Η.Π.Α. ο ίδιος και τα παιδιά του Τάκης και Γεώργιος.
Από την οικογένεια Ιωάννη Στ. Σιαβελή (Τσαγκαρόγιαννη) έφυγαν για Η.Π.Α. ο ίδιος και τα παιδιά του Καλλιόπη, Σταυρούλα, καθώς και τα αδέλφια του ανωτέρω Κων/νος, Δήμος και Γεώργιος Σιαβελής.
Aπό την οικογένεια Κων/νου Ι. Σιαβελή, όλα τα μέλη, τα οποία μετά την πάροδο ετών επέστρεψαν στη γενέτειρά τους.
Από την οικογένεια Κων/νου Ν. Φαρμασώνη, έφυγαν για Η.Π.Α. ο γιός του Γεώργιος και για Αυστραλία ο γιός του Αθανάσιος.
Από την οικογένεια Σπύρου Ν. Φαρμασώνη, έφυγαν για Αυστραλία τα παιδιά του Κώστας, Ευτυχία και Ευσταθία.
Από την οικογένεια Νικολάου Β. Φαρμασώνη, έφυγαν για Η.Π.Α. τα παιδιά του Πέτρος και Γεωργία.
Ίσως και μερικοί άλλοι ακόμα.
Η ΖΩΗ ΣΤΙΣ ΝΕΕΣ ΧΩΡΕΣ
Τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασης η ζωή ήταν αρκετά δύσκολη, καθότι οι ΑγιαΣοφίτες μετανάστες, όπως και οι υπόλοιποι μετανάστες, ήταν ξένοι σε μια εντελώς άγνωστη χώρα, με εντελώς διαφορετική νοοτροπία ανθρώπων, διαφορετικές παραδόσεις και συνήθειες και χωρίς να γνωρίζουν τη γλώσσα, μακριά από την αγαπημένη τους πατρίδα και τους δικούς τους κοντινούς ανθρώπους.
Με την πάροδο του χρόνου όμως, ενσωματώθηκαν στη νέα κοινωνία της Αμερικής. Έμαθαν τη γλώσσα, έστειλαν τα παιδιά τους σε Σχολεία κάθε βαθμίδας, άλλοι παντρεύτηκαν Ελληνίδες, άλλοι από ξένες χώρες, οι περισσότεροι έγιναν επιτυχημένοι επιχειρηματίες, καταστηματάρχες, εστιάτορες, ενώ αρκετοί από αυτούς δούλεψαν σε σημαντικές Κρατικές Υπηρεσίες, όπως βιομηχανίες κατασκευής πολεμικών ελικοπτέρων, κι άλλες ακόμα πιο υψηλότερης βαθμίδας. Απέκτησαν παιδιά, εγγόνια, γαμπρούς και νύφες.
Ρίζωσαν για τα καλά στη νέα γη.
Μέσα από τα Ελληνικά Σχολεία, τις Εκκλησίες, τους Πολιτιστικούς Συλλόγους και διάφορες συνάξεις και χοροεσπερίδες που διοργανώνουν σε κάθε περίσταση, προσπαθούν να κρατήσουν τις σχέσεις τους, το γένος τους, την Ελληνικότητά τους, την επαφή με τον τόπο τους.
Δυστυχώς όμως, αυτός ο ομφάλιος λώρος με το χωριό, που τα πρώτα χρόνια διατηρείτο σε ικανοποιητικό βαθμό, με επισκέψεις, συχνές επιστολές και άλλους είδους επικοινωνία, αρχίζει σιγά σιγά να αποκόπτεται, καθότι οι γεροντότεροι «φεύγουν», οι υπόλοιποι γερνούν και οι νεότεροι που γεννήθηκαν στις ξένες χώρες, ενσωματώθηκαν και ρίζωσαν σ΄ αυτές για τα καλά.
Και οι γονείς εδώ; Ο γερασμένος πατέρας, η υπομονετική μητέρα, τα αδέλφια; Περίμεναν. Περίμεναν τα παιδιά να γυρίσουν πίσω. Περίμενα ένα ελπιδοφόρο μήνυμα. Ένα γράμμα με μερικά δολάρια, μια κάρτα τις γιορτές, ένα δέμα με ρούχα, μια επίσκεψη στο χωριό από εκεί που ξεκίνησαν.
Και καμάρωναν οι γονείς. Καμάρωναν τα παιδιά τους μπροστά στις κορνιζαρισμένες φωτογραφίες των παιδιών τους που κοσμούσαν τη σάλα του σπιτιού, ή το χώρο κάτω απ’ το εικόνισμα. Έως που σταμάτησαν να καμαρώνουν και να περιμένουν πια.
Υπήρξαν περιπτώσεις, που ήταν τόσο έντονη η προσαρμογή και η ενσωμάτωση στην ξενιτιά μερικών απόδημων, ιδίως όσων έφυγαν σε πολύ μικρή ηλικία, που ποτέ δεν επισκέφθηκαν το χωριό από τότε που έφυγαν, «μένοντας» για πάντα στην ξενιτιά, για πάνω από 50 ή και 60 χρόνια.
Αρκετοί από τους παραπάνω, περισσότεροι παλιότερα και λιγότεροι τα τελευταία χρόνια, προσέφεραν σημαντική οικονομική βοήθεια προς τη γενέτειρα τους, εκπληρώνοντας ένα επιβεβλημένο ηθικό χρέος προς αυτή. Με αυτή την οικονομική συνδρομή, κατασκευάστηκαν οι σωληνώσεις του υδραγωγείου του χωριού μας, έγινε μερική ανακαίνιση του ενοριακού μας ναού και διάφορων παραρτημάτων του, του Δημοτικού μας Σχολείου και πραγματοποιήθηκαν διάφορα άλλα έργα.
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΣΤΗΝ ΞΕΝΙΤΙΑ
Από τους παραπάνω απόδημους ΑγιαΣοφίτες, ένα πολύ μικρό ποσοστό, περίπου τριάντα (30), ήταν αυτοί που επέστρεψαν πάλι στη γενέτειρά τους για μόνιμη εγκατάσταση, μετά από μια επιτυχημένη επιχειρηματική δραστηριότητα στα ξένα (Η.Π.Α., Καναδά, και Αυστραλία). Οι υπόλοιποι, εξακολουθούν να διαμένουν εκεί, πολλοί δε από αυτούς έχουν αποβιώσει.
Στο κοιμητήριο του χωριού μας, με μέριμνα του αείμνηστου Σοφιανού Δ. Λαμπίρη, έχει κατασκευαστεί από το έτος 2001 ένα κενοτάφιο στο οποίο αναγράφονται όλα (σχεδόν) τα ονόματα των αποβιωσάντων ΑγιαΣοφιτών στην ξενιτιά. Παλιότερα, γίνονταν κι ετήσιο μνημόσυνο, ενέργεια που έχει ατονήσει τα τελευταία χρόνια.
Κάθε φορά που, σκεφτικοί, διαβαίνουμε τους διαδρόμους του μικρού κοιμητηρίου του χωριού μας, για την καθιερωμένη κουβέντα με τους γονείς και τους παππούδες, πάντα η ματιά πέφτει πάνω σε εκείνη την ψυχρή μαρμάρινη πλάκα με τα ονόματα των παιδιών που «έμειναν» στην ξενιτιά.
Η ψυχή θλίβεται. Κι ο νους ψυχρός και ανελέητος, εξακολουθεί να τη σφυροκοπεί με εικόνες απ΄ το ζωντανό παρελθόν του χωριού με πρωταγωνιστές εκείνα τα παιδιά, που το εγκατέλειψαν για πάντα.
Αλλά και με στίχους από εκείνο το μελαγχολικό ποίημα του Κώστα Καρυωτάκη :
Πώς σβήνετε, πικροί ξενιτεμένοι !
Ανθάκια μου χλωμά, που σας επήραν
σε κήπους μακρινούς να σας φυτέψουν.
Βιολέτες κι ανεμώνες ξεχασμένες
στα ξένα που πεθαίνετε παρτέρια,
κρατώντας, αργυρή δροσοσταλίδα,
βαθιά σας την ελπίδα της πατρίδας…
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το παραπάνω κείμενο, που αποτελεί πόνημα του Πολιτιστικού Συλλόγου ΑγιαΣοφιτών, δημοσιεύθηκε στο agiasofiablog.gr.
– Για τη συγγραφή του, ελήφθησαν πληροφορίες από τις βιβλιογραφικές πηγές που αναφέρονται, αλλά και από μαρτυρίες αείμνηστων συγχωριανών μας, ιδιαιτέρως δε του Χρήστου Δημ. Λαμπίρη, ή Γκούνα, κατά το έτος 2002.
– Κάθε παρέμβαση για διόρθωση, ή πρόσθεση στοιχείων είναι επιθυμητή, με σκοπό την πλήρη εγκυρότητα του κειμένου.
Θέλω να καταθέσω ένα συγκινητικό γεγονός. Αυτό του θανάτου του Γεωργίου Καραζάνου του Αντωνίου στην Αμερική το 1920 Αύγουστο μήνα, που ήτανε παππούς μου. Πέθανε περίπου μια βδομαδα πριν έλθει στην Ελλάδα για να είναι στο γάμο της κόρης του Φωτεινής Καραζάνου, μετέπειτα Φαρμασώνη. Πέθανε μόνος από σκωληκοειδίτιδα, ενώ είχε ετοιμάσει να φέρει και ρούχα προικιά για το γάμο της κόρης του. Θάφτηκε ξεχασμένος στο Σικάγο. Το 1975 η κόρη του Φωτεινή πήγε στο Σικάγο για να βρει τον τάφο του κάτι που ήταν πολύ δύσκολο. Μετά από μία εβδομάδα έρευνες σε διάφορες εκκλησίες, τελικά βρήκε τον τάφο του στο νεκροταφείο Ελμγουντ του Σικάγο. Έσκυψε, γονάτισε φίλησε το χώμα και έκλαψε για τον πατέρα της, που ίσα που τον θυμόταν από όταν ήταν παιδάκι.
Πολλοί αγιασοφίτες έχουν προοδεύσει στην Αμερική. Ας μην ξεχάσουμε και τον Πέτρο Φαρμασώνη ο οποίος προσέφερε σημαντικό έργο για πολλά χρόνια στην ενορία Αγίου Δημητρίου στο Σιατλ της Ουάσινγκτον, κάνοντας φιλανθρωπίες, μαγειρεύοντας για φτωχούς ανθρώπους, με φροντίδα στους χώρους της εκκλησίας και με βοήθεια των ιερέων μέσα στον ναό, ακόμα μέχρι και σήμερα που είναι 87 χρονών. Η εκκλησία τον τίμησε πριν τρία χρόνια, απονέμοντας το βραβείο ΤΗΕ MEN OF THE YEARS, με εκφώνηση ομιλίας και απονομή τιμητικής πλάκας.
Συγχαρητήρια για τα γραφόμενα, να είσαστε καλά να φροντίζετε το χωριό μας, να μην ξεχαστούμε σαν αγιασοφίτες και να μην ξεχάσουμε το χωριό μας.
Ίδιες και απαράλλαχτες ιστορίες αγωνίας, πόνου και πίκρας διαδραματίστηκαν κατά την πρώτη αλλά κυρίως κατά την δεύτερη μετανάστευση και στις Μασκλινιώτικες οικογένειες. Ξεκληρίστηκαν σχεδόν ολόκληρες, φεύγοντας για την ξενιτιά, για γλυτώσουν από τη φτώχια και να αναζητήσουν οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες καλύτερες από αυτές που ζούσαν στο χωριό μας. Έτσι έφυγε όλος ο «ανθός» του χωριού και έμειναν πίσω οι χαροκαμένοι γονείς, προσμένοντας καθημερινά τον » γραμματοκομιστή» να τους φέρει ένα συστημένο γράμμα από τα παιδιά τους με λίγες λέξεις σκαλισμένες πάνω στο επιστολόχαρτο «υγείαν έχομε και υγείαν δι” εσάς ποθούμε» και με την μικρή οικονομική βοήθεια που προερχόταν από το υστέρημά τους. Οι πιο πολλοί από τους ξενιτεμένους άφησαν τα κόκκαλά τους στον τόπο που εγκαταστάθηκαν και ελάχιστοι, οι πιο τυχεροί, κατάφεραν, γερασμένοι πιά, να φέρουν τα ταλαιπωρημένα κορμιά τους πίσω στην Μάσκλινα. Θερμά συγχαρητήρια σε αυτούς που διάλεξαν να αναφερθούν σε αυτό το θέμα ,που μας γύρισε δεκαετίες πίσω, ξύνοντας όμως τις πληγές στις ματωμένες καρδιές μας.
Μπράβο για τη δουλεια που κανεις ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ Μπραβο σου ωραια ΠΟΛΥ ωραια τα κανεις report
νασε καλα και να κανεις οτι κανεις πολλα συγχαρητηρια
Γιωργης Καλοπισης