Τα «Γύφτικα» της ΑγιαΣοφιάς
Το απόμακρο αγκομαχητό της μηχανής του τρένου, που λιγόστευε, όσο αυτό απομακρύνονταν στο σκοτάδι, τάραξε για λίγο τη σιγαλιά του μικρού χωριού. Μόνο για λίγο όμως. Ύστερα έδωσε πάλι τόπο στο φυσικό μουρμούρισμα της νύχτας. Το ήρεμο κελάρυσμα των νερών του ποταμιού και το ελαφρό φύσημα του αέρα, που έκανε τους ίσκιους των δένδρων να μετακινούνται γρήγορα, σα φαντάσματα, μέσα στο φεγγαρόφωτο της νύχτας.
Ώρα 3.00. Νεκρική σιγή στο μικρό χωριό….. Έτσι τουλάχιστον φαίνεται………
Μοναχά σαν πέρναγες έξω απ΄του γεροΜπέρκου το «γύφτικο» και άκουγες εκείνο το ρυθμικό χτύπημα του σφυριού επάνω στο αμόνι τικ… τικ… τικ…, καταλάβαινες ότι υπάρχει ζωή σε τούτο το χωριό. Μόνο σαν έβλεπες πίσω απ΄ τη μισάνοιχτη πόρτα, την αναλαμπή του καμινιού, να τρεμοπαίζει πάνω στα μουτζουρωμένα πρόσωπα των γύφτων και τις κατάμαυρες φιγούρες τους, δίπλα στο αναιμικό φως του λυχναριού, να ανεβοκατεβάζουν ρυθμικά το σφυρί πάνω στο αμόνι, καταλάβαινες ότι όπου να ΄ναι, η νύχτα θα άρχιζε να τελειώνει.
Οι γύφτοι έπρεπε να σηκωθούν και να αρχίσουν δουλειά, νωρίς το πρωί, γιατί η νύχτα «πέταγε δουλειά», όπως χαρακτηριστικά έλεγαν.
Για κείνο το γραφικό κομμάτι της παλιάς ΑγιαΣοφιάς, για τα «γύφτικα» θα ασχοληθούμε σήμερα. Και για τους «γύφτους», για τους ανθρώπους εκείνους που δούλευαν στα γύφτικα και με το αποτέλεσμα της δουλειάς τους τόνωσαν την οικονομία του τόπου μας και προέβαλλαν το χωριό μας σε ολόκληρη την ευρύτερη περιοχή κι ακόμα μακρύτερα.
ΓΕΝΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
Τα γύφτικα, ήταν μικρές αλλά αξιόλογες βιοτεχνίες επεξεργασίας σιδήρου, εγκατεστημένες σχεδόν μέσα στα σπίτια των σιδηρουργών, οι οποίες ήταν αρκετές στο χωριό μας, συγκριτικά με τον πληθυσμό των κατοίκων του. Οι «γύφτοι» όπως ονομάζονταν οι τεχνίτες που δούλευαν σε αυτές τις βιοτεχνίες, μετά την επεξεργασία σιδήρου από κατάλληλα εργαλεία, κατασκεύαζαν και επισκεύαζαν κάθε λογής γεωργικό εργαλείο, το οποίο εκείνη την εποχή, ήταν άκρως απαραίτητο για τις ανάγκες των κατοίκων. Από αλέτρια, ηνιά, αξίνες, κλαδευτήρια, ψαλίδια, δρεπάνια, τσεκούρια, γκασμάδες, μαχαίρια, ως και κάθε λογής άλλο γεωργικό και όχι μόνο, εργαλείο.
Μέσα στο γύφτικο κυριαρχούσαν, η μουντζούρα, οι φωτιές, οι καπνιές, τα σκουριασμένα παλιοσίδερα, έτσι οι τεχνίτες που δούλευαν σε αυτά, φαίνονταν, με τα παλιόρουχα της δουλειάς τους, μαύροι, σαν γύφτοι (πλανόδιος νομαδικός λαός, με μελαψή απόχρωση στο πρόσωπο). Γι αυτό το λόγο οι βιοτεχνίες αυτές, είχε επικρατήσει να ονομάζονται και «Γύφτικα», ενώ οι τεχνίτες που δούλευαν σε αυτές, «Γύφτοι».
Κύρια εξαρτήματα του Γύφτικου, ήταν το καμίνι, το αμόνι, τα σφυριά (βαριές), το φυσερό, η μέγκενη, ένα ξύλινο μισοβάρελο με νερό, ή η πέτρινη κορίτα, μέσα στα οποία τοποθετούσαν τα πυρακτωμένα υπό κατασκευή εργαλεία, όταν πια είχαν πάρει τη μορφή που τους είχαν δώσει, χτυπώντας τα πάνω στο αμόνι. Άλλα εργαλεία ήταν ο τροχός (που ακόνιζαν τα κοπτικά εργαλεία), η μασιά, η τσιμπίδα, καθώς επίσης και η μεταλλική ποδιά για προστασία από τις φωτιές του καμινιού και τις χιλιάδες σπίθες που εκτοξεύονταν απ΄ τον τροχό, ή σε κάθε χτύπημα πάνω στο πυρωμένο σίδερο.
Το κυριότερο εργαλείο του Γύφτικου, ήταν το καμίνι με το φυσερό. Στο καμίνι έκαιγε το κάρβουνο με τη φωτιά, μέσα στην οποία τοποθετούσαν τα σίδερα, ώστε να πυρακτωθούν, να κοκκινίσουν δηλαδή, έτσι ώστε να γίνεται ευκολότατη η κατεργασία τους. Το φυσερό χρησίμευε για να τροφοδοτεί με αέρα και να ζωντανεύει τη φωτιά. Υπήρχε πίσω απ΄ το καμίνι και ήταν κάτι σαν μεγάλο ακορντεόν και το δούλευε ο δεύτερος, ή ο τρίτος μάστορας, τραβώντας ρυθμικά έναν μοχλό, που ήταν τοποθετημένος πάνω απ΄ το κεφάλι του και συνδέονταν με αυτό.
Η εικόνα ήταν σχεδόν ίδια σε όλα τα Γύφτικα. Οι τοίχοι, τα πατεριά, οι πάγκοι, ήταν όλα γεμάτα από παλιά σιδερένια εργαλεία, αλέτρια, ηνιά, σιδερωστιές πάνω στις οποίες οι νοικοκυρές τοποθετούσαν την τέντζερη, μασιές, παλιές κλειδαριές, αμπάρες για την ασφάλεια της εξώπορτας,, ντουένια για αλώνισμα, πέταλα, καρφιά, βελόνια και χτένια για πελέκημα λίθων και αναρίθμητα άλλα εργαλεία και αντικείμενα. Κι όλα αυτά, άλλα για επισκευή και άλλα για πούλημα.
Τα πρωτόγονα σχεδόν εργαλεία που χρησιμοποιούσαν οι τεχνίτες της εποχής, έκαναν τη ζωή τους δύσκολη έως βασανιστική. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια ορισμένων απ΄ αυτούς, όπως τα είχαμε καταγράψει: « Από τις τρεις τα χαράματα να δουλεύεις επί ώρα πολύ το φυσερό και μετά να χτυπάς βαριά πάνω στο αμόνι, όλη την ημέρα, για να βγάλεις λίγα μόνο κλαδευτήρια. Επειδή το φως του λυχναριού δεν επαρκούσε για να φωτίζει το γύρω χώρο, μας βοηθούσε πάντα στο φωτισμό, το ίδιο το πυρακτωμένο σίδερο που φώτιζε μέσα στο σκοτάδι, κατευθύνοντας τα σφυριά πάνω σε αυτό, όσο ακόμα ήταν κόκκινο.»
Για τη συγκόλληση των μετάλλων οι γύφτοι χρησιμοποιούσαν το Μπουράζο, το οποίο ήταν μια σκόνη, κάτι σαν άμμος θαλάσσης, που έριχναν επάνω στο πυρακτωμένο μέταλλο και στο σημείο ακριβώς όπου επρόκειτο να γίνει η συγκόλληση. Στη συνέχεια χτυπούσαν τα σημεία επαφής με σφυριά και μόλις το μέταλλο κρύωνε, η κόλληση είχε πραγματοποιηθεί. Όσο για το τρόχισμα – ακόνισμα των μετάλλων, χρησιμοποιούσαν τροχό από ένα είδος πέτρας την Αμούτσα ή Σιλίτσα όπως χαρακτηριστικά την έλεγαν, την οποία (πέτρα) την έβρισκαν σε διάφορα σημεία του χωριού. Την πέτρα αυτή, ύστερα από κατάλληλη κατεργασία, ώστε να γίνει κυλινδρική, την τοποθετούσαν επάνω σε έναν αυτοσχέδιο μηχανισμό και την ανάγκαζαν να περιστρέφεται, πατώντας ρυθμικά ένα μοχλό με το πόδι.
Αναγκαία καύσιμη ύλη για το καμίνι, ήταν το κάρβουνο. Κάρβουνο, ιδίως τα παλαιότερα χρόνια δεν αγόραζαν ποτέ, όχι επειδή ήταν δυσεύρετο, αλλά λόγω του υψηλού κόστους. Για το λόγο αυτό οι τεχνίτες, ήταν αναγκασμένοι να το παρασκευάζουν μόνοι τους από τα καρβουνοκάμινα που λειτουργούσαν οι ίδιοι στο χωριό.
Ας δούμε πώς λειτουργούσε ένα τέτοιο καμίνι. Οι καμινιαραίοι, άνοιγαν ένα λάκκο βάθους περίπου μισό μέτρο και διαμέτρου τριών μέτρων, την περίμετρο του οποίου την έχτιζαν με έναν ξερότοιχο. Μέσα στο καμίνι τοποθετούσαν, σε κωνικό σχήμα, κούτσουρα από ρείκια, επάνω τους κλαδιά από θάμνους και επάνω χώμα. Το καμίνι «σιγόκαιγε» για τρεις έως και πέντε περίπου μέρες. Ύστερα και στον κατάλληλο χρόνο, τοποθετούσαν το υπόλειμμα της καύσης μέσα σε μεγάλα καζάνια με νερό για να σβήσει, απ΄ το οποίο (υπόλειμμα) έπαιρναν το κάρβουνο.
Με την πάροδο του χρόνου και την ταυτόχρονη ανάπτυξη της τεχνολογίας, οι γύφτοι εκμεταλλεύτηκαν τα ευεργετήματα αυτής, ώστε η εργασία τους να παύσει να είναι κοπιαστική. Πρώτος ο γερό Μπέρκος (Κων. Γ. Λαμπίρης) προέβη σε μια ενέργεια που αποτέλεσε σταθμό στην ιστορία του χωριού μας. Κάπου στη δεκαετία του 1930, εγκατέστησε το πρώτο μηχανοκίνητο μέσο στην Αγία Σοφία. Συγκεκριμένα αγόρασε μία πετρελαιομηχανή, την οποία τοποθέτησε μέσα στο γύφτικο, ως κινητήριο δύναμη για την παραγωγή έργου. Η μηχανή αυτή περιέστρεφε ένα τροχό, διαμέτρου ενός περίπου μέτρου, στον οποίο οι γύφτοι ακόνιζαν τα κοπτικά εργαλεία. Τον τροχό αυτό, όπως μας έλεγαν οι παλιότεροι, ο οποίος ζύγιζε αρκετά κιλά, τον μετέφεραν κυλώντας στο χωριό από τη γειτονική Μπερτζοβά (Παρθένι) από απόσταση δηλαδή πέντε (5) χιλιομέτρων, αφού είχαν τοποθετήσει έναν άξονα στο κέντρο του, αναγκάζοντάς τον να περιστρέφεται επάνω σε αυτόν. Αργότερα η παραπάνω μηχανή, με ένα σύστημα τροχαλιών και ιμάντων, κινούσε περιστροφικά και άλλα εξαρτήματα μέσα στο γύφτικο, με διαφορετική χρήση το καθένα. Η παραπάνω πετρελαιομηχανή, μέχρι και το έτος 1969 (ηλεκτροδότηση του χωριού μας), ήταν το σήμα κατατεθέν του γύφτικου αυτού. Όταν ήταν σε λειτουργία, ακουγόταν απ΄ άκρη σε άκρη, σε όλο το χωριό και με εκείνο το χαρακτηριστικό ήχο της, προκαλούσε στους περισσότερους αναστάτωση, αλλά σε άλλους…… ευχαρίστηση.
ΤΟ ΟΦΕΛΟΣ ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΓΥΦΤΙΚΩΝ
Πλήθος ήταν οι επισκέπτες που κατέκλυζαν το χωριό μας σε καθημερινή βάση για να προμηθευτούν σιδηρουργικά εργαλεία από τα Γύφτικα. Επίσης, τα παραγόμενα προϊόντα, εκτός από τα γύρω χωριά και την Τρίπολη, προωθούνταν και σε άλλες πόλεις, κυρίως στο Άργος και στην Αθήνα. Ξακουστά ήταν εκείνη τη χρονική περίοδο στη Βόχα Κορινθίας, εκείνα τα κλαδευτήρια, που επάνω τους έφεραν τη στάμπα «ΛΑΜΠΙΡΗ».
Ήταν αξιοθαύμαστο το γεγονός, η ύπαρξη αυτών των βιοτεχνιών και των μαστόρων (όπως θα δούμε πιο κάτω), σε ένα χωριό με τόσους λίγους κατοίκους. Διπλανά χωριά και χωριά της ευρύτερης περιοχής, προμηθεύονταν σιδηρουργικά εργαλεία από τα γύφτικα του χωριού μας, τα οποία συνέβαλαν μέγιστα στην ανάπτυξη της οικονομίας του τόπου μας. Σε καθημερινή βάση, το χωριό μας είχε έντονη κινητικότητα λόγω των γύφτικων. Αποτέλεσμα ήταν να τονωθούν οι δημόσιες σχέσεις και η επικοινωνία των κατοίκων του χωριού μας με τα γύρω χωριά. Οι ΑγιαΣοφίτες αποκτούσαν γνωριμίες, αντάλλαζαν και πωλούσαν πιο εύκολα τα προϊόντα τους. Δούλευαν οι ταβέρνες, οι βαγενάδες, οι νερόμυλοι και γενικά το χωριό είχε έντονη κίνηση και ζωντάνια.
Και μη σκεφθεί κανείς ότι αυτοί οι άνθρωποι, ήταν, λόγω της ποιότητας της εργασίας τους, τίποτα παρακατιανοί και ξεπεσμένοι στην κοινωνία. Απεναντίας μάλιστα, λόγω της φύσης της δουλειάς τους (τεχνογνωσία, δημιουργικότητα, ανάπτυξη δημοσίων σχέσεων και επικοινωνίας, ταξίδια σε άλλες πόλεις για προώθηση προϊόντων κ.α.), ήταν άνθρωποι ευφυέστατοι, δημιουργικοί, τίμιοι και αξιοπρεπείς, εμπνέοντας εμπιστοσύνη στη μικρή κοινωνία του χωριού. Λόγω του επαγγέλματος τους και της φήμης τους στην περιοχή, ήταν άνθρωποι με κύρος και επηρέαζαν άμεσα τα πολιτικά και κοινωνικά δρώμενα του χωριού. Τους έβλεπες κάθε Κυριακή στην Εκκλησία, κουστουμαρισμένοι με τις γραβάτες τους και τα λευκά κολλαριστά τους πουκάμισα, να εκκλησιάζονται με τις οικογένειές τους, απολαμβάνοντας τον πρέποντα σεβασμό και υπόληψη από τους κατοίκους του χωριού μας.
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ
Δεκάδες είναι οι αναμνήσεις που έχουμε εμείς οι νεώτεροι σε ένα από τα τελευταία εν λειτουργία γύφτικα του χωριού. Μικρά παιδιά τότε, θυμόμαστε τις κρύες χειμωνιάτικες μέρες, που τρυπώναμε στο γύφτικο του γεροΔήμου για να ζεσταθούμε από τη φωτιά που έκαιγε στο καμίνι. Τραβούσαμε το φυσερό και ακούγαμε αστεία κι ατέλειωτες ιστορίες από τους γύφτους. Παρατηρούσαμε με θαυμασμό τις χιλιάδες σπίθες που πετάγονταν σε σχήμα τριγωνικό, κάθε φορά που οι τεχνίτες ακουμπούσαν με δύναμη το κλαδευτήρι πάνω στον περιστρεφόμενο τροχό. Ακόμα ηχεί στ΄ αυτιά μας, ο χαρακτηριστικός εκείνος ήχος «παφ… παφ…. παφ….» που έκανε η παλιά πετρελαιομηχανή, που βρισκόταν μόνιμα στερεωμένη έξω από το παραπάνω γύφτικο.
Θυμόμαστε ακόμα, εκείνη τη συγχορδία ήχων στο εσωτερικό του εργαστηρίου, κάθε φορά που λειτουργούσε η πετρελαιομηχανή και έκανε τα λουριά, τους άξονες, τις τροχαλίες και τα ρουλεμάν να τρίζουν σα δαιμονισμένα. Εντυπωσιαζόμασταν με εκείνο τον αριστοτεχνικό τρόπο, που κατάφερναν οι γύφτοι να κάνουν τα δρεπάνια να κόβουν σαν ξυράφια, χτυπώντας τα διαδοχικά στην κοφτερή τους πλευρά, με το κοπίδι και το σφυρί. Αλλά και την κατασκευή των ξύλινων λαβών (μανίκια) των εργαλείων, που τους έδιναν κάθε λογής σχήμα και χαρακιές, όταν ακουμπούσαν επάνω τους το σιδερένιο κοπίδι, τη στιγμή που αυτά βρίσκονταν σε περιστροφική κίνηση.
ΤΑ ΓΥΦΤΙΚΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣΟΦΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΡΧΙΜΑΣΤΟΡΕΣ (ΟΝΟΜΑΤΟΛΟΓΙΑ)
Το πρώτο γύφτικο της Αγια Σοφιάς και το σπουδαιότερο, για το λόγο που θα δούμε πιο κάτω, ήταν αυτό του Γεωργίου Κων. Λαμπίρη, ο οποίος είχε το παρωνύμιο ΜΠΕΡΚΟΣ. Το γύφτικο του ΜΠΕΡΚΟΥ, βρισκόταν εκεί που βρίσκεται σήμερα ο ισόγειος χώρος των κληρονόμων του Γεωργίου Κων. Λαμπίρη (αείμνηστου εφημέριου του χωριού μας), εγγονού του γερο Μπέρκου. Σε αυτό το γύφτικο δούλεψαν και έμαθαν την τέχνη του σιδηρουργού αρκετοί ΑγιαΣοφίτες. Πρώτα απ΄ όλα δούλεψε το παιδί και το εγγόνι του γεροΜΠΕΡΚΟΥ, δηλαδή ο Κων/νος Γ. Λαμπίρης και ο Γεώργιος Κων. Λαμπίρης, ο μετέπειτα εφημέριος του χωριού μας. Ακόμα σε αυτό το γύφτικο δούλεψαν, ο Γεώργιος Χαρ. Σιαβελής, ο Χρήστος Γ. Σιαβελής ή Σταυρέικος, ο Δήμος Θεοδ. Λαμπίρης, ο Γεώργιος Δημ. Λαμπίρης, ο Αλέξης Αντ. Σιαβελής, ο Ιωάννης Γ. Λυμπέρης, ο Ευάγγελος Γ. Λυμπέρης, ο Γεώργιος Χρ. Λαμπίρης, ο Παναγιώτης Σουρλίγκας κ.α.
Με πρωτοξεκίνημα στο γύφτικο του Μπέρκου και αρχιμάστορα τον ίδιο, οι περισσότεροι εργάτες που δούλευαν σε αυτό, άνοιξαν με τη σειρά τους ο καθένας και το δικό του γύφτικο στην ΑγιαΣοφιά, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή.
Παραπλεύρως του χώρου που ήταν η ταβέρνα του Αγγελή Λαμπίρη, άνοιξε γύφτικο ο Δήμος Θ. Λαμπίρης, ο οποίος το δούλευε μαζί με τον Ιωάννη Δημ. Λαμπίρη ή Κούμανη.
Εκεί που βρίσκεται σήμερα η ισόγειος οικία του Ιωάννη Αγ. Λαμπίρη, απέναντι από το καφενείο, λειτουργούσε επί πολλά έτη γύφτικο Αλέξης Αντ. Σιαβελής, το οποίο (γύφτικο) είχε την επωνυμία ΑΜΠΕΛΟΣ. Πάνω από την είσοδο αυτού, ήταν ζωγραφισμένη μία κλαδευτήρα και δίπλα στην κάσα της πόρτας αποτυπωμένα τα γράμματα που σχημάτιζαν τη λέξη ΑΜΠΕΛΟΣ. Σε αυτό το γύφτικο εργάστηκαν κατά καιρό ο Δήμος Θ. Λαμπίρης, ο Ιωάννης Π. Λυμπέρης κ.α.
Άλλο γύφτικο της ΑγιαΣοφιάς, ήταν του Κουτσοπαναγιώτη (Παναγιώτη Σιαβελή), το οποίο ήταν επιχείρηση οικογενειακού χαρακτήρα και σε αυτό εργάστηκαν τα παιδιά του: Ιωάννης, Νίκος, Δήμος και Σπύρος Σιαβελής.
Το επόμενο γύφτικο του χωριού, στο οποίο εμείς οι νεώτεροι έχουμε τις περισσότερες αναμνήσεις, ήταν αυτό του Δήμου Θεοδ. Λαμπίρη. Σε αυτό το γύφτικο δούλεψαν, κατά διαστήματα, ο Γεώργιος Χρήστου Λαμπίρης, ο Κων/νος Χρ. Λαμπίρης, ο Κων/νος Σωτ. Σιαβελής, ο Ιωάννης Π. Λυμπέρης, ο Αντώνιος Γ. Σιαβελής, ο Ιωάννης Ασκούνης και ο Αντώνιος Ι. Σιαβελής.
Τέλος, το τελευταίο γύφτικο του χωριού, ήταν αυτό του Γεωργίου Χρήστου Λαμπίρη στο οποίο εργάζονταν και ο Αντώνιος Γ. Σιαβελής. Το σιδηρουργείο αυτό, διέθετε πιο σύγχρονα μέσα, που εξασφάλιζαν μεγαλύτερη και ταχύτερη διαδικασία παραγωγής.
Η ΜΕΤΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΤΟΥ ΣΙΔΗΡΟΥΡΓΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΟΥ
Αρκετοί από τους παραπάνω σιδηρουργούς για την αναζήτηση καλύτερης τύχης, αλλά και για άλλους λόγους εγκατέλειψαν το χωριό μας και εγκαταστάθηκαν αλλού, ασκώντας με επιτυχία την τέχνη του σιδηρουργού.
Έτσι ο Χρήστος Γ. Σιαβελής, ο Γεώργιος Δ. Λαμπίρης και ο Γεώργιος Κων. Λαμπίρης, λειτούργησαν σιδηρουργείο επί μακρό χρονικό διάστημα στα Αχούρια (σημερινό Στάδιο) Αρκαδίας.
Αργότερα ο Γεώργιος Δημ. Λαμπίρης που δούλευε σε αυτό, άνοιξε σιδηρουργείο στην Τρίπολη, το οποίο εξελίχθηκε σιγά σιγά σε μία αξιόλογη επιχείρηση, την οποία σήμερα λειτουργούν τα παιδιά του (Αφοι Λαμπίρη / Δημήτριος και Νίκος).
Ο Αλέξης Αντ. Σιαβελής άνοιξε σιδηρουργείο στον Αχλαδόκαμπο, μεταδίδοντας κι εκεί την τέχνη του σιδηρουργού και αργότερα στις Ρίζες Τεγέας. Σήμερα τα παιδιά του Γεώργιος, Νικόλαος και Αντώνιος, καθώς και τα εγγόνια του, λειτουργούν αξιόλογες επιχειρήσεις Αλουμινοκατασκευής και σιδηροκατασκευής στο Στάδιο Αρκαδίας και την Αθήνα.
Ο Ευάγγελος Γ. Λυμπέρης και ο Ιωάννης Π. Λυμπέρης, εγκαταστάθηκαν στους Μύλους Αργολίδος, λειτουργώντας εκεί σιδηρουργείο.
Ο Σπύρος Αντωνίου Σιαβελής, εγκαταστάθηκε και λειτούργησε γύφτικο στο Άστρος Κυνουρίας. Σήμερα ο γιος του Αντώνιος Σπ. Σιαβελής κ.α., λειτουργούν εκεί αξιόλογη επιχείρηση αλουμινοκατασκευής και σιδηροκατασκευής.
Ο Δήμος Σιαβελής, εγκαταστάθηκε στο Αίγιο Αχαΐας, δημιουργώντας μια ανθηρή επιχείρηση, σιδηρουργείο και μάνδρα οικοδομικών υλικών. Επί τη ευκαιρία αναφέρουμε ότι ο γιος του παραπάνω, Λεωνίδας Σιαβελής, είχε διατελέσει Δήμαρχος Αιγίου, κατά την τετραετία 1986 -1990.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Σήμερα διαβαίνοντας κανείς μπροστά απ΄ τα έρημα πια γύφτικα του χωριού, προσπερνάει βιαστικά, αφού δεν υπάρχει πια εμφανής λόγος παραμονής.
Μόνο ορισμένοι νοσταλγοί του όμορφου παρελθόντος, στέκουν για λίγα δευτερόλεπτα και με τα μάτια της ψυχής, βλέπουν τους γύφτους, άλλους να τραβούν το φυσερό, άλλους να τροχίζουν τα κλαδευτήρια στον ποδοκίνητο τροχό κι άλλους να ανεβοκατεβάζουν τη βαριά πάνω απ΄ το αμόνι, χτυπώντας ρυθμικά το πυρωμένο σίδερο.
Και φεύγουν λυπημένοι για τον παλιό καιρό που πέρασε ανεπιστρεπτί. Εκείνον τον καιρό που ήμασταν αυτάρκεις στον τόπο μας, χωρίς αφεντικά.
Σήμερα στην ΑγιαΣοφιά, δεν υπάρχουν πια «γύφτικα», παρά μόνο αναμνήσεις.
Δείχνοντας μια εγκληματική, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, αμέλεια και ανοχή, αφήσαμε εκείνη την νοσταλγική και όμορφη εποχή να περάσει ανεπιστρεπτί, γινόμενοι όλοι μας έρμαιο στα χέρια των Βιομηχάνων, αυτών που λιγοστεύουν και γίνονται ταυτόχρονα όλο και πιο δυνατοί.
Και μακάρι να γίνονταν αυτό, μόνο στα Γύφτικα …!!!
[άρθρο από το ιστολόγιο της Αγίας Σοφίας Κυνουρίας / agiasofiablog.gr]