Τα «Βύσσινα»
Η μία και μοναδική Βυσσινιά του χωριού μας, βρισκόταν στο Βόρειο μέρος του λαχανόκηπου του Σχολείου, κοντά στα Κουμανέϊκα σπίτια. Την είχαν φυτέψει κάπου στη δεκαετία 1950, δάσκαλοι και μαθητές, ως αντικείμενο διδασκαλίας για το μάθημα της Φυσικής Ιστορίας, που πάντα γίνονταν στην ύπαιθρο.
Κι όμως ολόκληρο το χωριό, περίμενε με αδημονία τα «Βύσσινα». Έτσι ονόμαζε την εποχή συγκομιδής αυτού του ζουμερού αρωματικού καρπού, με υπόξινη γεύση, ωφελιμότατου στην υγεία του ανθρώπου.
Μεγάλοι κτηματίες των Ριζών κ.α. χωριών της Τεγέας, στα οποία γίνονταν εντατική καλλιέργεια Βυσσινιάς, έσπευδαν στο χωριό μας, μέρες πριν τη συγκομιδή, προς αναζήτηση εργατικού δυναμικού, που εκείνα τα χρόνια περίσσευε στον τόπο μας και μάλιστα ήταν και περιζήτητο.
Τέτοιον περίπου καιρό, τα καλύτερα εργατικά χέρια του κάθε σπιτιού, σε άλλο ο γιος, σε άλλο ο πατέρας, η μάνα κ.α., μεταφέρονταν για βδομάδες, πρωί βράδυ, στοιβαγμένοι επάνω σε αγροτικά αυτοκίνητα, για εργασία κάτω απ΄ το λιοπύρι σε «ξένους» τόπους, με διαφορετικό ανάγλυφο απ΄ τον δικό μας, που σε μας τους νεώτερους ήταν άγνωστοι και προκαλούσαν πάντα θαυμασμό. Παντού ισιώματα, δεκάδες δένδρα φυτεμένα σε σειρές, εύφορο αφράτο χώμα και ξέχειλα πηγάδια με νερό. Το βράδυ οι εργάτες κατάκοποι, έφταναν με τον ίδιο τρόπο στο χωριό. Οι άνδρες κατακόκκινοι απ΄ τη ζέστη και οι γυναίκες με λυμένο το μαντήλι στους ώμους και μ΄ ένα καλάθι βύσσινα στο χέρι.
Ζεστό χρήμα έρεε εκείνον τον καιρό από την Τεγέα σε κάθε, σχεδόν, οικογένεια του χωριού μας. Τα «Βύσσινα», ήταν η εποχή που πρωτοβάζαμε χρήματα στην τσέπη μας από τόσο νωρίς, απ΄ την εφηβική μας ηλικία, αφού για τις άλλες δουλειές του χωριού, δεν υπήρχε χρηματικό αντάλλαγμα και όλες σχεδόν γίνονταν πάντα με την προτροπή των γονιών, σχεδόν εξαναγκαστικά. Ήταν τα πρώτα μας και αλησμόνητα ημερομίσθια, που συνέβαλαν στην οικονομική μας αυτοτέλεια. Το πανηγύρι της Τεγέας και τ’ άλλα πανηγύρια που πλησίαζαν, οι επισκέψεις στην Τρίπολη για ψώνια και άλλες …. δουλειές, ήθελαν χρήμα.
Και δεν ήταν μόνο τα Βύσσινα στην Τεγέα. Αργότερα τα Αχλάδια και ύστερα τα Μήλα. Κάθε καρπός ήθελε τη δική του ιδιαίτερη μεταχείριση και οι εργάτες έπρεπε να ξέρουν, γιατί τα αφεντικά ήταν αυστηρά και οι αστοχίες δεν συγχωρούνταν. Έτσι πάντοτε οι μεγαλύτεροι συμβούλευαν τους νεώτερους και πιο άπειρους. Τα βύσσινα έπρεπε να συγκομίζονται με τον ποδίσκο (κοτσάνι) και όχι τραβηχτά (σπάνια τραβηχτά). Τα μήλα και τα αχλάδια, χωρίς χτυπήματα. Κλαδιά δεν έπρεπε να κοπούν, αλίμονο αν ακούγονταν κάποιο «κρακ». Τότε η οργή του αφεντικού δεν υποχωρούσε, ούτε στο θέαμα του πεσμένου εργάτη στο οργωμένο έδαφος, μαζί με το σπασμένο κλαδί. Την άλλη μέρα, ένας λιγότερος…
Τα «Βύσσινα» και ο καιρός της συγκομιδής τους που πλησιάζει, μας θυμίζουν εκείνη την εποχή, που καθέσπιτο στο χωριό μας είχε ζωντάνια και περίσσια εργατικά χέρια, γεμάτα όρεξη για δουλειά και προκοπή.
Μας θυμίζουν την αξία της «Μάνας» γης, που πάντοτε αντάμειβε πλουσιοπάροχα καθέναν που την καλλιεργούσε με πρόγραμμα, με μόχθο και αγάπη, συμβάλλοντας στην παντοτινή του αυτάρκεια.
Μας θυμίζουν όμως και τα τερτίπια των ισχυρών, που παίζουν βάναυσα παιχνίδια σε βάρος των τίμιων ξωμάχων, ώστε να μην απολαμβάνουν για τα όσα μοχθούν και κοπιάζουν. Όπως για παράδειγμα, κάποιους που ήθελαν το ποτό με το χρώμα του Βύσσινου, να εξακολουθεί να είναι μόνο ένα.
MΠΡΑΒΟ ΠΑΠΠΟΥ ΚΩΣΤΑ ΣΙΑΒΕΛΗ!!! ΣΑΣ ΑΓΑΠΑΜΕ ΠΟΛΥ
ΕΙΜΑΙ ΠΕΡΗΦΑΝΗ ΟΙ ΕΓΓΟΝΕΣ ΣΟΥ ΑΛΛΑ ΚΑΙ Η ΥΠΟΛΟΙΠΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΣΙΑΒΕΛΗ !
ΜΠΡΑΒΟ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΣΥΓΧΩΡΙΑΝΟΥΣ ΣΟΥ ΠΟΥ ΣΕ ΑΓΑΠΑΓΑΝΕ ΠΟΛΥ
ΠΑΠΠΟΥ ΝΙΩΘΩ ΠΕΡΗΦΑΝΗ ΓΙΑ ΣΕΝΑ. ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΣΕ ΕΙΧΑ ΔΙΠΛΑ ΜΟΥ ΝΑ ΜΑΖΕΥΟΥΜΕ ΜΑΖΙ ΒΥΣΣΙΝΑ ΣΤΟΝ ΜΠΟΓΚΟ ΜΑΤΙΝΑ ΣΙΑΒΕΛΗ