Περασμένοι χειμώνες.
Το κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα του φετινού χειμώνα, είναι η απουσία βροχοπτώσεων και χιονιού, κάτι πρωτόγνωρο για τα τελευταία είκοσι τουλάχιστον χρόνια, γεγονός που ανησυχεί τους κατοίκους, όσον αφορά την επάρκεια νερού για την ύδρευση, αλλά και για την άρδευση των περιβολιών, κατά την επερχόμενη καλοκαιρινή περίοδο.
Ο Γενάρης οδεύει προς το τέλος του και ο ουρανός εξακολουθεί να φαντάζει πεντακάθαρος, κάτι που, σύμφωνα με προβλέψεις, θα συνεχιστεί και το επόμενο διάστημα.
Η παρούσα κατάσταση προβληματίζει τους κατοίκους, οι οποίοι αναπολούν το όμορφο παρελθόν και ανασύρουν στην μνήμη τους εικόνες από εκείνους τους περασμένους χειμώνες, τότε που η φύση λειτουργούσε ομαλά και οι χιονοπτώσεις ήταν αρκετές, έντονες και εξασφάλιζαν μεγάλο ύψος χιονιού, που σκέπαζε τα πάντα γύρω μας, δημιουργώντας ένα ευχάριστο θέαμα και μια κατάσταση σωτήρια για τη λειτουργία της φύσης.
Η πανέμορφη εκείνη εικόνα που αντικρίζαμε στα ξαφνικά το πρωί, ανοίγοντας την πόρτα του σπιτιού, με όλα γύρω μας κατάλευκα, πασπαλισμένα από χιόνι, γέμιζε την ψυχή μας με μια γαλήνη, μια ηρεμία και πλήθος ευχάριστων άλλων συναισθημάτων.
Τότε, ανεξαιρέτως όλοι, μικροί και μεγάλοι, περπατούσαν στα σοκάκια του χωριού, χαμογελαστοί και ευδιάθετοι, για να απολαύσουν το Θείο δώρο της φύσης, το χιόνι.
Πρώτοι που το ανακάλυπταν, ήταν οι φανατικοί κυνηγοί, αφού είχαν μεριμνήσει να ξυπνήσουν νωρίτερα απ΄ όλους. Κοιτώντας αποβραδίς τον ουρανό και περιμένοντας για καμιά νιφάδα χιονιού, το πρωί ήταν πανέτοιμοι, έχοντας ετοιμάσει τα δίκαννα με τα μπαρουτόσκαγα. Εξορμούσαν μπουλούκια μπουλούκια από κάθε γειτονιά του χωριού, ανηφορίζοντας στις χιονισμένες πλαγιές για να ανακαλύψουν τον κοπό του λαγού.
Κι αυτοί που δεν λάτρευαν το κυνήγι, έβρισκαν άλλους τρόπους για να απολαύσουν το χιονιά. Γέροντες σμίλευαν πελώριους χιονάνθρωπους, κι άλλοι κουβαλούσαν πελώριους σταλακτίτες από πάγο στον ώμο, που κρέμονταν στα κεραμίδια, περιφέροντάς τους σε κάθε γειτονιά, προς τέρψιν όσων δεν μπορούσαν να περπατήσουν, να δουν κι αυτοί και να χαρούν.
Μεγάλα κλαδιά των ελιών έσπαζαν από το βάρος του χιονιού, με ένα χαρακτηριστικό υπόκωφο ήχο, που ακούγονταν καθόλη τη διάρκεια της ημέρας, ιδίως τις νύχτες. Η φύση φρόντιζε να δημιουργεί έναν φυσικό κλάδο στα δένδρα της. Έσπαζαν τα σάπια κλαδιά και παρέμεναν τα πιο νέα και γερά. Όσα περισσότερα κλαδιά έσπαζαν, τόσο πιο έντονη ήταν η βλάστηση κατά την Ανοιξιάτικη περίοδο, γεγονός που διέψευδε τους φόβους και τις προβλέψεις των κατοίκων για το αντίθετο. Γι αυτό, οι παλιοί που ήξεραν, έλεγαν: «η ελιά για να αποδώσει και να καρπίσει, πρέπει να χιονιστεί».
Η φύση απολυμαίνονταν από τα μικρόβια, λόγω του έντονου ψύχους, με αποτέλεσμα τα δένδρα να μην αρρωσταίνουν τόσο εύκολα, να είναι υγιή και καρπερά.
Η κεντρική ρεματιά του χωριού, κυλούσε ολοχρονίς νερό, ενώ τα ρυάκια μέσα στις διάσπαρτες λαγκαδιές, κελάρυζαν για αρκετούς μήνες, έως το τέλος της Άνοιξης.
Οι πηγές του χωριού, φανερές και κρυφές, αυτές που γνώριζαν καλά μόνο οι τσοπάνηδες και οι κτηματίες, στην «Περδικόβρυση», στο «Βούλιαγμα», στου «Χούζαρη», στο «Κανελάκι», στα «Μοναχά», στο «Καστανόρεμα», στο «Λάζο» κ.α., έτρεχαν νερό ολοχρονίς, σε σημείο που εξυπηρετούσαν τους τσοπάνηδες και τους ξωμάχους για να πιούν, να γεμίσουν τις ψεκαστήρες τους και να ποτίσουν τα δένδρα τους.
Οι δεξαμενές του χωριού, ύδρευσης και άρδευσης, ήταν πάντοτε γεμάτες και το πρόβλημα της λειψυδρίας ήταν άγνωστο στον τόπο μας. Ποτίζονταν επαρκώς όλοι οι κήποι και τα περιβόλια στις ρεματιές. Μάλιστα η δεξαμενή ύδρευσης, παρά την μεγάλη της χωρητικότητα, ξεχείλιζε το καλοκαίρι, με το νερό να κυλάει σε ένα αυλάκι με κατεύθυνση προς τα «Χερώματα», το οποίο πριν χυθεί στα χωράφια, γέμιζε μια μεγάλη γούρνα, τη γούρνα του Καραζάνου, δίπλα στο ομώνυμο αλώνι. Σε αυτή τη γούρνα, ιδίως τα Καλοκαίρια, περνούσαμε ευχάριστες ώρες παίζοντας με το νερό και κάνοντας βαρκάδα με τη σκάφη που η μάνα είχε για ζύμωμα, η και για μπουγάδα.
Για κείνο μόνο που ανησυχούσε η αθώα παιδική μας ψυχή, ήταν τα ζώα του δάσους και συγκεκριμένα πώς αυτά θα κατάφερναν να επιβιώσουν, κάτω από το δριμύ ψύχος και την έλλειψη τροφής, αφού η φύση είχε σκεπάσει τα πάντα με ένα κατάλευκο παχύ πέπλο. Γνώριζαν όμως τούτη την ανησυχία μας οι γονείς και φρόντιζαν να μας καθησυχάσουν λέγοντας, ότι «κάπου θα βρουν να τρυπώσουν, κάπου θα βρουν ζεστασιά. Οι σπίνοι και τ΄ άλλα τα πουλιά θα τρυπώσουν στις φωλιές των χελιδονιών και τ΄ αγρίμια κάτω από τις φτέρες, τις ρεικιές, τις αφάνες και άλλους φουντωτούς θάμνους».
Η όλη κατάσταση του χιονιά, ήταν δύσκολη μόνο για τους τσοπάνηδες. Αυτοί άνοιγαν δρόμο με το φτυάρι για να φθάσουν στα μαντριά, που ορισμένα ήταν σε μεγάλη απόσταση από το σπίτι. Κι όσοι δεν είχαν προμήθειες για τα ζώα, είχαν σημαντικές απώλειες.
Ελπίζουμε η εικόνα του φετινού Ξερικού Χειμώνα, σύντομα να αναστραφεί και η φύση να αρχίσει να λειτουργεί κανονικά και όπως πρέπει.
Μέχρι τότε όμως, ας αναπολήσουμε εικόνες από κάποιους περασμένους χειμώνες στον τόπο μας, πέραν των είκοσι ετών …!
Για κείνο μόνο που ανησυχούσε η αθώα παιδική μας ψυχή, ήταν τα ζώα και τα πουλιά του δάσους
Η όλη κατάσταση του χιονιά, ήταν όντως δύσκολη μόνο για τους τσοπάνηδες.