Τα κρινάκια της αυλής …
Τέτοιες μέρες, λίγο πριν το Πάσχα, συνήθιζαν να έρχονται στο χωριό για ολιγοήμερες διακοπές, οι «Αθηναίοι» κι άλλοι απόδημοι.
Άλλοι με το τρένο από την Αθήνα και το Άργος, κι άλλοι με δικά τους αυτοκίνητα. Η παρουσία τους έδινε χαρούμενο τόνο στην καθημερινή ζωή, κι ακόμη περισσότερη ζωντάνια, αφού άνοιγαν πολλά σπίτια στο χωριό, που ήτανε «κλειστά» όλο το χειμώνα.
Με το που απασφάλιζαν την εξώπορτα του παλιού σπιτιού, άρχιζαν την περιποίηση. Άνοιγαν τα παραθυρόφυλλα για αερισμό, ξεσκόνιζαν τα παλιά έπιπλα και τις φωτογραφίες των γονιών. Τίναζαν τις κουβέρτες, σάρωναν κι ασβέστωναν τις αυλές, φύτευαν και μερικά λουλούδια …, κι έπαιρνε ζωή το έρημο το πατρικό.
Τα πρωινά, κυρίως οι άνδρες, έδιναν το παρόν στα καφενεία του χωριού, κι οι ντόπιοι τους υποδέχονταν με ζεστασιά και με χαμόγελο. Ρωτούσαν και μάθαιναν τα της Αθήνας, κι εκείνοι με περίσσια ευχαρίστηση άρχιζαν τη ρητορία… Και το βράδυ στην Εκκλησιά, οι ολονύκτιες ακολουθίες του Νυμφίου, του Επιταφίου κ.α., έπαιρναν κι αυτές αλλιώτικο χρώμα, κι έδιναν περισσότερη νόστα στους πιστούς, λόγω της πρωτόγνωρης κοσμοσυρροής.
Πολλά τέτοια σπίτια, που κάθε Πάσχα ήταν «ανοιχτά», σήμερα έχουν ερημώσει, αφού πολλοί από τους ιδιοκτήτες τους μετοίκησαν – ξενιτεύτηκαν και άλλοι «έφυγαν» από τη ζωή, μη έχοντας κοντινούς κληρονόμους, ώστε να τα φροντίζουν και να έχουν την τύχη που τους αξίζει.
Ωστόσο όμως, είναι αξιοθαύμαστο το γεγονός, ότι η «ζωή», εξακολουθεί να κυλάει ήρεμα και όμορφα σ’ αυτά, ακόμα και χωρίς τους ιδιοκτήτες.
Τα δένδρα, οι θάμνοι και κυρίως εκείνοι οι βολβοί, που είχαν φυτέψει πριν δεκάδες χρόνια οι νοικοκυραίοι, εξακολουθούν, με μόνη φροντίδα αυτή του Θεού, να ζουν, να βλαστίζουν, να αρωματίζουν και να ομορφαίνουν την πλάση γύρω από αυτά.
Σε ένα Ανοιξιάτικο περίπατο, σε κάποια γειτονιά του χωριού, μια ανθισμένη Πασχαλιά, τα κρινάκια που φάνταζαν στις άκρες των πεζουλιών, κι ένας ασβεστωμένος οικίσκος, μας έφτιαξαν τη διάθεση και μας θύμισαν τη ζωντάνια που είχε κάποτε κι εκείνο το έρημο σπιτάκι.
Μας θύμισαν τους ενοίκους του σπιτιού, τους αξιαγάπητους και ευγενικούς εκείνους ανθρώπους, που περνούσαν τις διακοπές τους, τέτοιες μέρες, στο χωριό. Εκείνα τα «παιδιά» που τώρα λείπουν από κοντά μας. Την Παναγιώτα, την Όλγα, το Σπύρο και τον Μπάμπη.
Και όχι μόνο. Μας φανέρωσαν, τη νοικοκυροσύνη και τη φυσιολατρία, που χαρακτήριζαν τους κοντινούς μας προγόνους, καθώς τη γλύκα και την ομορφιά που έκρυβαν στη σκληροτράχηλη, από τα βάσανα, ψυχή τους.
Εκεί όπου άλλοτε υπήρχε η ζωή !