Όταν η γρίπη έπληξε το χωριό μας.
Η ιογενής νόσος, που εκδηλώνεται στη χώρα μας με μορφή πανδημίας, την παρούσα χρονική περίοδο, η οποία έχει τρομοκρατήσει μεγάλο μέρος του πληθυσμού, δεν είναι η μοναδική στη μακρόχρονη, ανά τους αιώνες, ιστορία της. Και τούτο πρέπει να μας παρηγορεί και να μας γεμίζει ελπίδα, ότι κάποτε θα αποτελεί μια δυσάρεστη ανάμνηση.
Πιο «μαύρες» ημέρες από τις σημερινές, θυμούνταν όσο ζούσαν, οι αείμνηστοι, πλέον, κοντινοί μας πρόγονοι, κάτοικοι του χωριού μας, τις οποίες εξιστορούσαν, κατά γενιά, στους νεότερους.
Ξεχάστηκαν όμως απ΄ τους περισσότερους, λόγω της λήθης που επιφέρει η πάροδος του χρόνου στο μυαλό των περισσότερων ανθρώπων. Και κυρίως λόγω, της έλευσης άλλων, πιο δυσάρεστων γεγονότων. Και εν προκειμένω, της Μικρασιατικής εκστρατείας, του Πολέμου του 1940, της Κατοχής, του Εμφύλιου σπαραγμού, γεγονότα που επισκίασαν τις παραπάνω «μαύρες» ημέρες.
Αναφερόμαστε στην Ισπανική γρίπη που εκδηλώθηκε στη Χώρα μας το Καλοκαίρι του 1918 τη φονικότερη πανδημία του 20ου αιώνα, η οποία έπληξε και το δικό μας χωριό.
Η Ισπανική γρίπη, εκδηλώθηκε το 1918 και άφησε πίσω της, πολύ πάνω από 20.000.000 νεκρούς σε ολόκληρο τον κόσμο. Σύμφωνα με έγκριτες Βιβλιογραφικές πηγές, ο ιός μεταπήδησε από τα πτηνά στον άνθρωπο και ύστερα μεταδόθηκε ανάμεσά τους. Ξεκίνησε από χώρες της Άπω ανατολής και μόλυνε σε ολόκληρο τον κόσμο, περίπου το 1/3 του πληθυσμού.
Ονομάστηκε Ισπανική, διότι οι πρώτες αναφορές έγιναν από δημοσιογράφους και τον τύπο της Ισπανίας, η οποία δεν είχε εμπλακεί στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και συνεπώς ο τύπος δεν ενέπιπτε σε καθεστώς λογοκρισίας. Αλλά ούτε και ως χώρα, είχε συμφέρον απόκρυψης δυσάρεστων ειδήσεων για τον παγκόσμιο πληθυσμό, οι οποίες μπορούσαν να επηρεάσουν την έκβαση του Πολέμου.
Στη Χώρα μας, περισσότερο επλήγη η νήσος Σκύρος, όπου πέθαναν περίπου το 1/3 του πληθυσμού (περίπου 1000) και ύστερα, η Θεσσαλονίκη (5.200), η Αθήνα, η Πάτρα, ο Βόλος, η Άρτα, η Λάρισα κ. α. μεγάλες πόλεις και χωριά.
Όπως ξαφνικά εκδηλώθηκε, έτσι και ξαφνικά υποχώρησε, περί το τέλος του 1919.
Τις «μαύρες» εκείνες ημέρες, που πέρασε το χωριό μας, όπως και τους θανόντες, μας είχε εξιστορήσει, εν συντομία, ο αείμνηστος Βασίλειος Δημητρίου Λαμπίρης (Κούμανης), το έτος 1992. Όπως τις είχαν αναφέρει και σ’ αυτόν, πρόσωπα του οικείου περιβάλλοντα χώρου του: «Μια αναστάτωση επικρατούσε απ΄ άκρη σ’ άκρη στο χωριό, εξαιτίας του ότι είχαν αρρωστήσει αρκετοί. Κι ύστερα, τρόμος, θλίψη, απόγνωση, αβεβαιότητα, μελαγχολία, σε όλους, ειδικά στους συγγενείς των νεκρών.»
Έξι (6) γυναίκες άφησε πίσω της νεκρές στον τόπο μας, η φονικότερη αυτή πανδημία του 20ου αιώνα, η γρίπη του 1918. Το γεγονός αυτό, ταυτίζεται απόλυτα και με το βιβλίο θανάτων του ενοριακού μας ναού. Οι δύο πρώτες μάλιστα και η τελευταία, σε εφηβική ηλικία.
Αυτές ήταν:
Παναγιώτα Γεωργίου Καραζάνου, ετών 18.
Αγάπη Παναγιώτη Σιαβελή, ετών 18.
Αγγέλω συζ. Δημ. Λαμπίρη
Γιαννούλα συζ. Γεωργίου Ρόλλα
Καλλιόπη συζ. Σταύρου Σιαβελή και
Κων/να, Θυγατέρα Σταύρου Σιαβελή
Περισσότερα όμως για την επικρατούσα κατάσταση στις μικρές τοπικές κοινωνίες, οι οποίες επλήγησαν περισσότερο από τη φονική αυτή πανδημία, περιγράφονται μοναδικά στο Βιβλίο του Δημοσιογράφου – λογοτέχνη Κων/νου Φαλτάϊτς, «Η γρίπη στη Σκύρο», ο οποίος γεννήθηκε το 1891 στη Σμύρνη, μεγάλωσε και πέθανε στη Σκύρο το 1944.
Η πρώτη εικόνα στο βιβλίο του Κωνσταντίνου Φαλτάiτς «Η Γρίππη στη Σκύρο» είναι ένα καΐκι που μπαίνει στο Λιμάνι του νησιού, τη Λιναριά, καθώς «…απ’ το πέλαγος έφτανε ως εκεί το κλάμα της ανοιχτής θάλασσας, κι από τη στεριά, την αφανισμένη στην καταχνιά, το ροχαλητό του νερού που κατέβαινε ποταμός…».
Το καΐκι αποβιβάζει καμιά δεκαριά άρρωστους στρατιώτες, που τους έστειλαν από το νοσοκομείο της Χαλκίδας στην ιδιαίτερη πατρίδα τους για να πεθάνουν. Την ίδια ώρα, ένας αγωγιάτης, που έφτανε από τη Χώρα για να παραλάβει εμπορεύματα, αντιμετώπιζε αμπαρωμένες πόρτες. Κι όπου του άνοιγαν, «…πτώματα κάτω, κι άνθρωποι να ψυχομαχούνε. Στης Καλής της Λυκομάδαινας, δύο σωριασμένα κυπαρίσσια, ο μεγάλος της γιος κι η αρραβωνιαστικιά του. Μέρα τ’ Άη Δημητριού σήμερα, ήτανε να τους κάνουνε το γάμο τους, μα τους βάλανε τα στεφάνια πεθαμένους. Στης χήρας της Μαριγώς του Πανταζή, ένα ολόδροσο κρίνο, η θυγατέρα της, η Τίνα, νεκρή. Στου Τσολάκη δύο κόρες του πλά πλάι, αγκαλιασμένες λες στο θάνατο, τις είχαν απλώσει για τ’ αγύριστο ταξίδι. Στου Αντώνη του Σουρή ένα λείψανο ξυλιασμένο, κι ένα παιδί που ψυχομαχούσε…».
Ήταν Οκτώβρης του 1918 και η «Ισπανική Γρίπη», που αφάνισε δεκάδες εκατομμυρίων ανθρώπων σ΄ όλον τον κόσμο, είχε ήδη φτάσει πρώτα στο Λιμάνι και, αμέσως μετά, και στη Χώρα της Σκύρου. Η αρρώστια χτύπησε με ιδιαίτερα τρομακτική σφοδρότητα το νησί αυτό.
Ο Κωνσταντίνος Φαλτάιτς – νεαρός δημοσιογράφος τότε – έγραψε και δημοσίευσε τον επόμενο χρόνο το βιβλίο του για τη «Γρίππη στη Σκύρο». Το βιβλίο του επανεκδόθηκε το 2006.
«Από τη μέρα εκείνη, εικοσιεφτά του Οκτώβρη, άρχισε η μεγάλη συμφορά. Το βράδυ οι άνθρωποι πέφτανε καλά και το πρωί δεν ξανασηκωνότανε πια… Μέσα σε τρεις τέσσερις μέρες, βρεθήκανε από τις τρεις χιλιάδες διακόσιους ανθρώπους όλης της Χώρας, πιο πολλοί από τις δυο χιλιάδες πεσμένοι. Η αρρώστια φούντωνε και κλάδωνε. Βροντούσε κάτω γερά κορμιά και θέριζε ολόδροσα βλαστάρια».
Στο βιβλίο περιγράφεται η ραγδαία κατάρρευση του ασθενούς: η γρίπη έπληττε ταυτόχρονα τα πνευμόνια, τα νεφρά, το συκώτι, την καρδιά, το κεντρικό νευρικό σύστημα, όλα σχεδόν τα όργανα. Προκαλούσε μεγάλες αιμορραγίες και προπαντός την απόγνωση και την τρέλα. Αρχικά, η έγνοια του κάθε ζωντανού – νεκρού, ήταν πώς θα καταφέρει να θάψει τους δικούς του ανθρώπους. Και πάντως, πώς ν’ απαλλαγεί απ’ αυτούς. Μεταφέρονταν τυλιγμένοι σε σεντόνια, πάνω σε βγαλμένες πόρτες, διπλωμένοι στα σαμάρια των ζώων. Οι προσφιλείς νεκροί είχαν γίνει αβάσταχτο βάρος για τους στενούς τους συγγενείς. Τα νεκροταφεία δεν χωρούσαν άλλους. Όταν έβρισκαν κάποιον να σκάψει, τους έθαβαν όπου να ΄ναι. Οι μεθυσμένοι από την υπερβολική κατανάλωση κρασιού, νεκροθάφτες, δεν προλάβαιναν. Άνοιγαν κάτι ρηχούς λάκκους, απ’ τους οποίους, με το που δυνάμωνε η βροχή, πρόβαλαν άλλοτε κάποιο χέρι, τούφες μαλλιά, ή κάποιο ρούχο του νεκρού. Δεκάδες έμεναν άταφοι στα σπίτια, σε αυλές, στους δρόμους ή σε σωρούς μέσα στις εκκλησίες.
«Αντρόγυνα αγκαλιασμένα νεκρά και μανάδες τρελές που κουνούσανε και νανουρίζανε τα πεθαμένα τους παιδιά. Γύρω, κοντά στο σβηστό, χωρίς ξύλα, τζάκι, άντρες και νοικοκύρηδες, γυμνοί, ξυπόλυτοι, κουρελιασμένοι. Κι άλλοι πεσμένοι στους δρόμους, κι άλλοι στις αυλές, κι άλλοι στους αχυρώνες, κι άλλοι σωρό πάνω στους πεθαμένους δικούς τους, εκεί που τους σαβανώνανε».
Αμέτρητες σκηνές, με απελπισμένες γυναίκες που παρακαλάνε τον έμπορο για ένα κομμάτι ύφασμα, να σαβανώσουν τους δικούς τους ανθρώπους και να περισσέψει λίγο και για τις ίδιες. Άντρες που τους έχει κυριέψει η τρέλα και βρίζουν τα νεκρά παιδιά τους, γιατί δεν αντέχουν άλλο το κουβάλημά τους. Κι οι «αρχές» του νησιού που τηλεγραφούν για φάρμακα, έστω κινίνα και η κεντρική εξουσία να τους στέλνει «οδηγίες» για καθαριότητα και άλλα παρόμοια…
Κι απάνω στο μήνα, τα κρούσματα άρχισαν να λιγοστεύουν και σε λίγες μέρες ο αριθμός τους μηδενίστηκε. Αρχές του Δεκέμβρη οι άνθρωποι άρχισαν να βγαίνουν έξω. Με πάνω από 1.000 νεκρούς, με ρημαγμένα σπίτια, με διαλυμένες οικογένειες, με χαμένες περιουσίες. «Κόσμος χάθηκε και κόσμος καινούργιος έπρεπε να γεννηθεί. Η ανάγκη του νόμου των αιώνων, οργίαζε στα κορμιά, μεθούσε και ζάλιζε το αίμα…»