Οι Νερόμυλοι της ΑγιαΣοφιάς
Διασχίζοντας κανείς την καταπράσινη και κατάφυτη από πλατάνια, λεύκες και βελανιδιές, ρεματιά του χωριού μας, θα συναντήσει τα ερείπια των τεσσάρων (4) υδρόμυλων, που ήταν αρκετοί, συγκριτικά με τον αριθμό των κατοίκων του χωριού μας.
Αιτία, η ύπαρξη άφθονου τρεχούμενου νερού της ρεματιάς, το οποίο ήταν η κινητήριος δύναμη του πανάρχαιου μηχανισμού που έκρυβαν στο εσωτερικό τους. Της φτερωτής, της μυλόπετρας, του αδραχτιού, της σκαφίδας, των βεζιών, της ποδιάς, της σηκωτήρας, της αλευροσκαφίδας και όλων των άλλων συναφών εξαρτημάτων. Κι όμως, αυτός ο παραπάνω μηχανισμός, δούλευε αξιόπιστα εδώ και αιώνες, από τότε που οι Αρχαίοι Ρωμαίοι δίδαξαν την τέχνη του Μυλωνά στους αρχαίους προγόνους μας.
Μέχρι και το τέλος της δεκαετίας 1950, «βούιζε» κυριολεκτικά η ρεματιά του χωριού μας, όχι μόνο απ’ τη λειτουργία των μύλων, που όταν άλεθαν βελάνι o θόρυβος ήταν εντονότερος, αλλά κι απ’ τις φωνές των μυλωνάδων, που έτρεχαν να προϋπαντήσουν τους πελάτες για να τους οδηγήσουν, ο καθένας, στο δικό του μύλο.
Οι υδρόμυλοι, συνέβαλαν θετικά στην οικονομική ανάπτυξη του τόπου μας, αφού, εκτός απ’ τους ΑγιαΣοφίτες, έφταναν για άλεσμα στο χωριό μας, κάτοικοι κι απ’ τα διπλανά χωριά. Το Παρθένι, το Στενό, τα Αγιωργήτικα , τις Ρίζες, έως κι απ’ τη Μανθυρέα και τον Άγιο Βασίλειο Τριπόλεως.
Κι όχι μόνο, αλλά οι υδρόμυλοι του χωριού μας, έσωσαν κυριολεκτικά από την πείνα τους ΑγιαΣοφίτες στα δύσκολα χρόνια της «Κατοχής», αφού οι πατεράδες μας, εκτός από σιτάρι, άλεθαν σε αυτούς και κριθάρι, καλαμπόκι, κουκιά, λαθούρι, έως και βελανίδια ακόμα. Από το κριθάρι έβγαζαν το Σμιγάδι και από το καλαμπόκι, τη Μπομπότα, με την οποία ζύμωναν ψωμί. Εδέσματα, άγνωστα για εμάς τους νεώτερους.
Σήμερα αυτός ο θόρυβος που άλλοτε επικρατούσε στη ρεματιά του χωριού μας, έχει κοπάσει κατά πολύ. Έχει περιοριστεί μόνο στις φωνές των κοτσυφιών, των κοκκινολαίμηδων, των αηδονιών, αλλά και στο ελαφρύ θρόισμα του αέρα, που διαχέετε ανάμεσα στις λεύκες, τους κισσούς και τα πλατάνια. Που, για ορισμένους ρομαντικούς, νοσταλγούς του όμορφου παρελθόντος, μοιάζει, κάτι σαν μοιρολόι, σαν σιγανοκουβέντα των στοιχειών της ρεματιάς για τη χαμένη συντροφιά τους. Τους νερόμυλους και τους μυλωνάδες. Αδημονώντας, ματαίως όμως, μήπως και κάποιος απ’ αυτούς φανεί, για να ανοίξει τη γούρνα με το νερό, για να γυρίσει ξανά η βαριά μυλόπετρα του μύλου…