Αγία Σοφία Blog

Νέα από την Αγία Σοφία Κυνουρίας

Στην ταβέρνα του Αγγελή

Είναι πάμπολλες φορές που η σκέψη των ανθρώπων δεν προσαρμόζεται εύκολα στην σημερινή πραγματικότητα. Αντ’ αυτού παραμένει αγκιστρωμένη στα παλιά, στις παραδοσιακές εικόνες και τρόπο ζωής εκείνης της εποχής.

Ίσως επειδή αυτές ταυτίζονται άμεσα με τα παραδοσιακά του βιώματα, που παραμένουν ανεξίτηλα στα βάθη της ψυχής και τον συνοδεύουν δια παντός.

Ίσως, επειδή ο νέος τρόπος ζωής, η πολυτέλεια και οι άπειρες διευκολύνσεις που αυτός προσφέρει, κούρασε περισσότερο ψυχικά τους ανθρώπους, εξαιτίας του ψεύδους και της υποκρισίας που τον περιβάλλουν, της καταρράκωσης των ανθρώπινων σχέσεων και συναισθημάτων και άλλων αλλεπάλληλων δεινών που αυτός διαδοχικά επέφερε…

– Σήμερα αποφασίσαμε να «πάμε» στην ταβέρνα τ’ Αγγελή, ελάτε μαζί μας και δε θα μετανιώσετε……

(περισσότερα μετά τις φωτο).

1

2

3

4

5

6

7

8

9

10

Τριάντα (30) ολόκληρα χρόνια έχουν περάσει από τότε που έκλεισε η ταβέρνα του Αγγελή Λαμπίρη κι ο νους ακόμα εκεί. Δεν μας αγγίζει πλέον η πολυτέλεια της σημερινής εποχής. Και εν προκειμένω τα ξύλινα λουστραρισμένα τραπέζια με τις αναπαυτικές πολυθρόνες, μέσα σε πολυτελές διάκοσμο και περιβάλλον.

Διακαώς επιθυμούμε να ξαναβρεθούμε πάλι εκεί, όπως παλιά. Εκεί, όπως κάποτε, πιστεύουμε ότι θα βρει στιγμές γαλήνης, η ταραχώδη μας ζωή. Μέσα σε κείνο τον πέτρινο ασβεστωμένο θόλο με το ταρατσωμένο δάπεδο, ξεφτισμένο απ’ την πολύ πατημασιά.

Εκεί θέλουμε να κάτσουμε πάλι.

Στις ψάθινες ξεφτισμένες καρεκλίτσες, πίνοντας κρασί με παλιούς Αγια Σοφίτες. Εκεί, ανάμεσα σε καπνούς σε φωνές και σε βρισιές.

Να νιώσουμε τη μυρωδιά του μούστου που έβγαινε απ’ το σκοτεινό λασπερό υπόγειο, σμερδεμένη με κείνη της παστής ρέγκας και σαρδέλας.

Να μας λιγώσει πάλι η τσίκνα του σπληνάντερου, της συκωταριάς και του τηγανισμένου μπακαλιάρου.

Ν’ ακούσουμε το άφρισμα της κάνουλας στο ξέχειλο κατρούτσο και τις φωνές που σταματούσαν απότομα, σε κάθε τσούγκρισμα των ποτηριών πάνω απ’ το τραπέζι. Το τραπέζι των κάθε λογής «μπεκρήδων» που περιείχε μόλις μια διό σαρδέλες ,ή λίγα τρίματα τυρί πάνω στη λαδόκολλα, έτσι για συντροφιά.

Να λιμπιστεί πάλι η ψυχή μας εκείνες τις λιχουδιές που σέρβιρε η κυρα Σταθούλα και το μάτι μας εκείνο το ντόπιο φρεσκότατο σφαχτό, τυλιγμένο στην κόκκινη καρό σακούλα, που κρέμονταν απ΄ το τσιγκέλι στην οροφή του μαγαζιού,

Να ιδούμε πάλι τη γραφική φιγούρα του γερο καταστηματάρχη, που έχοντας ακουμπήσει το ένα χέρι στα πλευρά και το άλλο στα διαρκώς ανακατωμένα του μαλλιά, να καμαρώνει με την πλάτη στραμμένη στην πραμάτεια του μαγαζιού. Την επιτραπέζια ζυγαριά με τα σταθμά, το σκουριασμένο καντάρι ακουμπισμένο σε μια γωνιά,  τα μαυρισμένα τηγάνια που κρέμονταν δίπλα στα χάλκινα κατρούτσα, τις μισοκιές και τα μισόκιλα. Τις πλεξούδες με τα σκορδοκρέμυδα και πλήθος άλλων ειδών μπακαλικής, όπως εκείνες τις πελώριες σχήματος οβάλ κονσέρβες και τα αρωματικά κορν μπιφ που έκανε τηγανητά.

Η ταβέρνα του Αγγελή Λαμπίρη, ήταν μια απ’ τις έξι (6) ταβέρνες της Αγια Σοφιάς και λειτούργησε για περίπου πέντε (5) δεκαετίες στο χωριό. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1930, έως και τα μέσα της δεκαετίας του 1980, λίγο πριν το θάνατο του ιδιοκτήτη της. Λειτούργησε ως χασαποταβέρνα – οινομαγειρείο και κυρίως ως μπακάλικο. Μονοπώλησε το ενδιαφέρον των Αγια Σοφιτών, κυρίως τις τελευταίες δεκαετίες και μετά το 1970, αφότου έκλεισαν οι ταβέρνες του Χρήστου Λαμπίρη (Μερεντίτη) και του Μήτσου Καραζάνου. Έμεινε αυτή και του Ιωάννη Λυμπέρη που εξακολουθεί να λειτουργεί έως σήμερα.

Πολύτιμη βοηθός και συνεργάτης του, η σύζυγός του Ευσταθία, (Σταθούλα τη φώναζε ο ίδιος κι όλοι οι Αγια Σοφίτες), κόρη του Γιάνναρου (Ιωάννη Γ. Ρόλλα). Όλο το χωριό είχε να κάνει με την ευγένεια, το χαμόγελο και τους κομψούς τρόπους της συντρόφου του.

Η ταβέρνα του Αγγελή, όπως και οι άλλες της εποχής, αποτελούσαν πηγή ζωντάνιας για τον τόπο μας. Το πελατολόγιο ήταν ποικίλο, κι απ’ όλα τα κοινωνικά στρώματα.

Πρώτα απ’ όλα οι νοικοκυρές, για να καλύψουν τις βιοτικές και άλλες ανάγκες του σπιτιού. Τα πάντα έβρισκες σε κείνο το μαγαζάκι, από λουλάκι για το πλυσταριό, κάθε είδους μπαχαρικό, έως όσπρια, λαχανικά, ακόμα  και φρούτα εποχής. Θυμόμαστε τον γέροντα που κουβαλούσε στις μασχάλες διό διό εκείνα τα μακρόστενα καρπούζια και πεπόνια, κι ύστερα τα ξάπλωνε στο δάπεδο του μαγαζιού, για να μη λείψει τίποτα απ’ τους πελάτες.

Έπειτα οι μικροί μαθητές για τετράδια, μολύβια κι όποτε δεν είχαν να πληρώσουν, πλήρωναν με το αυγό της κότας, αφού εμπορεύονταν κι απ’ αυτό το είδος ο συμπαθής καταστηματάρχης. Κι όχι μόνο αυτά, αλλά τα πάντα, φιάλες υγραερίου έως και δέρματα ζώων. Ναι……τον θυμόμαστε που κάθε Μ. Σάββατο  γυρνούσε σχεδόν όλα τα σπίτια στο χωριό για να πάρει το τομάρι απ’ το σφαγμένο αρνί, ή κατσίκι του Πάσχα. Μάλιστα έκανε και την απαραίτητη κατεργασία προτού τα διοχετεύσει στο εμπόριο. Τα ξέραινε στον ήλιο κι ύστερα τα τοποθετούσε σε στοίβες με ναφθαλίνη σε κάθε στρωσιά, ώσπου τα πωλούσε στα Ταμπάκικα της Τριπολιτσάς (Βυρσοδεψεία που βρίσκονταν στην Πλατεία Βαλτετσίου).

Μα πάνω απ’ όλα, η ταβέρνα του Αγγελή, ήταν το στέκι των αστέρων της ταβέρνας του χωριού. Η λέξη όχι με την παρεξηγημένη έννοια. Απλώς εκεί μαζεύονταν οι Αγια Σοφίτες που αγαπούσαν πάνω απ’ όλα την παρέα, την συναναστροφή κι ύστερα το καλό κρασί και το μεζέ.

Όλοι τους έντονα κοινωνικοί άνθρωποι, ευχάριστοι τύποι, ζωηρές φιγούρες στο χωριό.

Θυμόμαστε ….., στο ένα τραπεζάκι ο Μιχάλης Ρόλλας, ο Ανδρέας Μίλης κι ο γερο Δημήτρης ο Ασκούνης. Η κουβέντα έδινε κι έπαιρνε για το κυνήγι, για λαγούς, αλεπούδες και κουνάβια.

Στο άλλο τραπέζι ο παπαΓιώργης, Μήτσος Καραζάνος, Γιάννης Φαρμασώνης και ο Βασίλης Λυμπέρης (Μπουλουγούρης). Η κουβέντα ήταν σε δυνατό τόνο κι αφορούσε τα Κοινοτικά του χωριού.

Στο κέντρο του μαγαζιού γίνονταν η πιο μεγάλη φασαρία. Εκεί οι γροθιές με το χαρτί της πρέφας χτυπούσαν η μία πίσω την άλλη πάνω το τραπέζι, κάνοντας τα ποτήρια να χοροπηδούν για να τρομάξουν τον αντίπαλο Ήταν και η δημιουργία πανικού, μέρος του παιχνιδιού της πρέφας.

Σε ένα τρίτο τραπεζάκι σ’ άλλη γωνιά του μαγαζιού, Ανδρέας Σιαβελής, Αντωνόγιαννης, Κουμανόγιαννης και Τασσόγιαννης. Εδώ η συζήτηση ήταν σε πιο χαμηλό τόνο κι έδειχνε να σχολιάζει τα συμβαίνοντα στο μαγαζί.

Ταυτοχρόνως στο βάθος του μαγαζιού και πίσω από το πέτρινο διαχωριστικό, συνέβαινε μέγα κρασοκατάνυξη. Πάνω στο τραπέζι ένα κατρούτσο με τέσσερα ποτήρια, ένα κρεμμύδι κι ένα πιάτο με  ξυδοελιές…….

Ήταν γεγονός ότι ο γερο Αγγελής, λόγω της ηπιότητας του χαρακτήρα του, είχε κερδίσει ως πελάτες όλα τα γερά ποτήρια του χωριού, αλλά και εμάς τα μικρά παιδιά. Και αυτό, διότι ήταν ένας ήσυχος καλοκάγαθος τύπος που δεν ερχόταν εύκολα σ’ αντιπαράθεση με άνθρωπο. Δε μάλωνε κανέναν, ούτε κι εμάς τα (τότε) παιδιά. Ως επαγγελματίας καταστηματάρχης, ενεργούσε με άριστο επικοινωνιακό και διπλωματικό τρόπο, χωρίς να τον διδάξει κανείς. Απέφευγε τις πολιτικές κι άλλες συζητήσεις που προκαλούσαν ένταση, δεν έπαιρνε τη θέση κανενός και γενικά ο σκοπός του απέβλεπε πώς θα προσελκύσει όσο το δυνατό περισσότερους πελάτες στο μαγαζί. Εάν στεναχωριόταν κάποιος πελάτης για κάτι σχετικό με το μαγαζί, ταυτοχρόνως στεναχωριόταν κι ο ίδιος ο γέροντας.

Γι αυτό, ο άνθρωπος αυτός δεν προκαλούσε φόβο σε μας τα παιδιά , απεναντίας μάλιστα μας ήταν ιδιαίτερα συμπαθής. Μιλούσαμε μαζί του, λες και απευθυνόμασταν σε κάποιο συνομήλικό μας.

Θυμόμαστε τότε που παρά το νεαρό της ηλικίας μας, αρχίσαμε δειλά δειλά να «πιάνουμε» και μεις το δικό μας το τραπέζι στην ταβέρνα του Αγγελή. Μας σέρβιρε πότε αυτός και πότε η κυρά Σταθούλα. Ήταν το καλοκαίρι του 1972, τρία χρόνια μετά την ηλεκτροδότηση του χωριού. Τότε που είχε φέρει στο μαγαζάκι του την πρώτη τηλεόραση που είχε έλθει στην Αγια Σοφιά, μία (1) ΠΙΤΣΟΣ, Ελληνικής συναρμολόγησης. Το αδιαχώρητο γινόταν εκείνο τον καιρό μέσα στο μαγαζάκι του. Έως και γυναίκες ακόμα, όρθιες, άλλες κρυφοκοίταζαν απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα κι άλλες απ’ το παράθυρο.

Θυμόμαστε ακόμα εκείνα τ’ αλησμόνητα πρωινά του καλοκαιριού, όλα τα παιδιά στη βεράντα του Αγγελή, απολαμβάνοντας μαζί με τους καφέδες και τη σπάνια θέα της ρεματιάς του χωριού.

Εκεί κάτω απ’ τον ίσκιο της μουριάς, εκεί συχνάζαμε τα παιδιά του χωριού κάθε καλοκαίρι. Στη βεράντα του Αγγελή. Αυτό ήταν το δικό μας αγαπημένο στέκι.

Αλησμόνητα παραμένουν κι εκείνα τα πανηγύρια που διοργάνωνε ο γερο Αγγελής στη βεράντα του μαγαζιού διασκεδάζοντας ντόπιους και ξένους. Με τη Φιλιώ Πυργάκη, κι άλλες φίρμες στο τραγούδι και στο κλαρίνο. Με τους μπρούκληδες και τα δολάρια σύννεφο στην ορχήστρα. Κι εμείς να ψάχνουμε απεγνωσμένα την άλλη μέρα κάτω απ’ τη βεράντα ,μέσα στις ελιές, για κάποιο χαρτονόμισμα που το είχε πάρει ο αέρας.………

Του γερο Αγγελή η ταβέρνα έκλεισε εδώ και τριάντα (30) περίπου χρόνια. Μαζί του έκλεισε και κείνο το κομμάτι της παλιάς ΑγιαΣοφιάς. Οι παλιοί Αγια Σοφίτες, οι αλησμόνητοι εκείνοι γέροντες του χωριού, τα σπληνάντερα και οι συκωταριές, τα ψώνια, οι όμορφες νοσταλγικές παρέες, τα χειμωνιάτικα νυχτέρια………

Η θύμηση αυτής της ταβέρνας, όπως και πολλές άλλες περασμένες εικόνες, είναι  που εξακολουθούν να κρατούν άσβεστη την επιθυμία μας για την πρόοδο και ζωντάνια του τόπου μας. Να ξαναζήσουμε πάλι αυτές τις όμορφες στιγμές.

Και ο γερο Αγγελής, πέρασε στην ιστορία ως ένας αξιαγάπητος γέροντας, που με κείνη την ταβέρνα, εξυπηρέτησε για πενήντα ολόκληρα χρόνια τους συντοπίτες του, προσφέροντας μοναδικές στιγμές χαράς και ξεγνοιασιάς. Ήταν ο αχώριστος φίλος της παιδικής μας ηλικίας, που κι αυτός  που με τη συμπεριφορά του ζύμωσε  την ευαίσθητη  ψυχή μας.

Ήταν ένας από αυτούς που μιλούσαμε και θα μιλάμε ακόμα στα παιδιά μας, στοχεύοντας στη διατήρηση της παράδοσης του τόπου μας και όχι μόνο.

Μας «ξεκουράζει» άλλωστε  να ξετυλίγουμε σκηνές από κείνη την ταβέρνα.

2 Σχόλια

Αφήστε το σχόλιό σας
  • ΣΙΓΑ ΜΗΝ ΑΝΟΙΞΕΙ ΠΑΛΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΟ ΛΕΕΙ Η((ΠΕΡΔΙΚΟΥΛΑ ΤΟΥ )ΓΙΑ ΝΑ ΑΝΟΙΞΕΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΜΑΓΑΖΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΠΟΛΑ

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν κοινοποιείται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Μπορείτε να χρησιμοποιήσετε αυτά τα tags και τα attributes σε HTML: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>

Εισάγετε το αποτέλεσμα της πράξης παρακάτω, αποδείτε ότι δεν είστε ρομπότ *

© 2024 Αγία Σοφία Blog. All Rights Reserved.