Στα «φτωχικά μας» χωριατόσπιτα…
ΗΘΟΓΡΑΦΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
Τα παλιότερα τα χρόνια και πριν η μετανάστευση οδηγήσει τον πληθυσμό του χωριού μας σε κατάρρευση, οι περισσότεροι ΑγιαΣοφίτες, ήταν κτηνοτρόφοι, αγρότες και οι πιο λιγότεροι γύφτοι (σιδηρουργοί) και βαρελάδες.
Ο αγώνας της επιβίωσης, άρχιζε πολύ νωρίς. Πριν καλά φέξει, με το πρώτο φως της ημέρας, φορτώνανε στα γαϊδούρια και στα μουλάρια τα σύνεργα της δουλειάς τους, αλέτρια, αξίνες, λαιμαργιές, σβάρνες, δρεπάνια κ.α., κατηφόριζαν προς τη ρεματιά και έπαιρναν το δρόμο, άλλοι για τα περιβόλια, κι άλλοι για τα πιο απόμακρα χωράφια του χωριού, μια ώρα δρόμο κι ακόμα περισσότερο. Στο πίσω μέρος του σαμαριού κρεμούσαν τον ντορβά με το κολατσιό τους κι όλα τα απαραίτητα εργαλεία, πριόνια, βουκέντρες, σογιάδες, το φλασκί με το κρασί, το λαήνι με το νερό κ.α.
Δεκάδες αράδες με ζωντανά, κι από κάθε μεριά του χωριού όδευαν πρωί πρωί για τα χτήματα. Δουλεύανε ολημερίς και το απόβραδο γυρνούσαν στο χωριό. Οι άνδρες καβάλα -όχι αντρίκια- αλλά μονόπλευρα, μη τους τύχει κάτι άξαφνο ώστε να προλάβουν να ξεπεζέψουν απότομα και οι γυναίκες πάντα πεζές, πίσω από τα ζώα. Κι άμα καμιά φορά αντίκριζαν μαύρα χαμηλωμένα σύννεφα κι αισθάνονταν να έρχεται μπόρα, τσίγκλαγαν με τα ποδάρια τους τα ζώα για να δείχνουν ανησυχία και να τα αναγκάσουν να πάνε πιο γρήγορα. Αυτό ήταν σχεδόν το καθημερινό τους δρομολόγιο από το μακρινό χωράφι, μέχρι τη θαλπωρή του φτωχικού σπιτιού.
Η διαρρύθμιση και το μέγεθος των σπιτιών, ήταν, σχεδόν σε όλα, παρόμοια. Το χειμωνιάτικο στην πάνω μεριά, ο διάδρομος στη μέση, απέναντι η μικρή κάμαρα με τα κουτσούβελα, που πολλές φορές ήταν πέντε, έξι κι ακόμα περισσότερα και στην κάτω μεριά η σάλα με το γιούκο, τα μπαούλα και στον τοίχο ο καθρέφτης με τις παλιές φωτογραφίες των γονιών, των παππούδων και οι νυφικές. Σε κάποιο διπλανό δωμάτιο, ο αργαλειός με τα υφαντά, κι έξω η λόντζα με τα ξύλινα σκεύη του τυροκομιού και του πλυσταριού.
Τα δωμάτια ήταν χωρισμένα με τον τζιατουμά (ξύλινες ασβεστωμένες πήχες), το πάτωμα με ξύλινες τάβλες που δεν εφάρμοζαν καλά και χωρίς νταβάνι, παρά μόνο με καλάμια και πατεριά, που στήριζαν επάνω τους τα κεραμίδια. Το στενό παράθυρο, φιλοξενούσε μέσα του τη στάμνα με το νερό και δίπλα το αλουμινένιο κύπελλο γυαλισμένο με αλυσίβα για ολάκερη τη φαμίλια. Ως ντουλάπια, υπήρχαν μια διό εσοχές στον τοίχο με ράφια, που τοποθετούσαν τα πιο απαραίτητα φαγώσιμα. Το μπουκάλι με το λάδι, το αλάτι, το άλειμμα, το κρασί, ελιές, τουρσιά, το κομμένο ψωμί κ.α.
Από κάποιο δοκάρι ψηλά, εκτός από ρόδια και κυδώνια, ήταν κρεμασμένο και το φανάρι, με το συρμάτινο πλέγμα για να μην πηγαίνουν οι μύγες στα φαγητά και αυτά να αερίζονται κιόλας. Το ξύλινο τραπέζι του φαγητού κοντό και γύρω του, αντί για καρέκλες, ξύλινα κοντά σκαμνάκια, για να μην πιάνουν χώρο. Η πιατοθήκη με αλουμινένια και κεραμικά πιατικά και λίγα ποτήρια. Σε μια πρόκα κοντά στο νεροχύτη, όπου αυτός υπήρχε, η σιδερένια κουταλοθήκη, φτιαγμένη από τον γανωματή πού ΄φτιαχνε κύπελλα, μπρίκια κ.α. γανώματα.
Η πόρτα δίφυλλη, με το ένα της φύλλο, το σταθερό, να στηρίζεται από μέσα με σιδερένια αμπάρα. Στο μέσα μέρος του σταθερού φύλλου της πόρτας, έγραφαν τις πιο ωφέλιμες σημειώσεις: πότε τα ζώα του μαντριού, πότε ήταν να γεννήσει η γίδα, ή η προβατίνα κ.α. Δεν έπρεπε να χαθεί κανένα γέννημα, γι αυτό και οι γυναίκες του σπιτιού, ξενυχτούσαν στα μαντριά, όποτε χρειαζόταν, με λυχνάρια και με κεριά. Κι όλες αυτές οι σημειώσεις ήτανε γραμμένες με ψιλό ψιλό καρβουνάκι, γιατί σπάνιζαν τα μολύβια. Και με περίεργα «δικά τους» γράμματα, που μόνο οι ίδιοι κατέχανε και μόνο οι ίδιοι τα διάβαζαν.
Τις πιο σημαντικές όμως σημειώσεις τις κρατούσαν πίσω απ’ τα εικονίσματα. Άρχιζαν από το πάνω μέρος τις εικόνας, για να τους φτάσει ο χώρος. Πότε γεννήθηκε το κάθε παιδί, γάμοι, θάνατοι, βαφτίσεις, στρατιωτικά κ.α. Συνήθως η μια εικόνα ήτανε προίκα της νύφης και η άλλη του γαμπρού.
Ποτέ στην καθημερινότητα, δεν μιλούσαν με ημερομηνίες. Άκουγες μόνο, ήταν Αλωνάρης κι ήμουνα γκαστρωμένη στο τάδε παιδί, ή ξέσκολα, ή μετά τον τρύγο, ή κοντά Χριστούγεννα… Ξυπνητήρι τους ήταν ο κόκορας, που λάλαγε πολλές φορές μέσα στη νύχτα. Μόνο όμως το πρωί ή φωνή του ήταν ξάστερη, δυνατή και καθάρια. Για κουδούνι, είχαν το γάβγισμα του σκύλου.
Για να βλέπουνε τη νύχτα στις εξωτερικές δουλειές, είχανε το λαδοφάναρο, που πάντα κρέμονταν στη θέση του, γεμάτο λάδι και με καθαρά τα τζάμια. Στο σπίτι υπήρχε η λάμπα πετρελαίου, με αυτή διάβαζαν τα παιδιά για το Σχολειό. Με αυτή και με το λυχνάρι που ήτανε πιο κατάλληλο για το βράδυ. Δεν χρειάζονταν άλλωστε και πολύ φως για την κουβέντα.
Στη σάλα του σπιτιού, θωρούσες το μπαούλο και το γιούκο με τις φλοκάτες και τις κουρελούδες. Όλα τους τα ρούχα καθαρά, μύριζαν ναφθαλίνη, σιδερωμένα με το σίδερο που έπαιρνε μέσα κάρβουνο και το κουνούσαν πέρα δώθε, για να ΄ναι τα κάρβουνα κόκκινα και να πυρώνουν. Μ΄ αυτό πήγαιναν κάρβουνο και στην Εκκλησιά τα Ψυχοσάββατα και σε κάθε άλλη περίσταση, για να βάλουν λιβάνι στους πεθαμένους.
Σε κάποια γωνιά της σάλας, ήταν και το κρεβάτι του ζευγαριού, με δίπλα του την κούνια που έκανε χρόνια για ν΄ αδειάσει.
Ψηλά, εκεί που τέλειωνε ο τοίχος προς τα πατεριά, ένα δύο εικονίσματα με ξύλινες μαυρισμένες εικόνες, κληρονομιά από την μάνα στην κόρη, κ.ο.κ. Το καντήλι, ένα νεροπότηρο, με τόσο νερό, που άφηνε πολύ λίγο χώρο για το λάδι. Άναβε πάντα τα Σαββατόβραδα και τις μεγάλες γιορτές. Για φυτίλι έβαζαν ανθάκι από το φυτό μανδαγόρας, τα λουμπίνια, που μέσα σε λίγες ώρες τσιτσίριζε κι έσβηνε.
Οι μεγαλύτεροι κάνανε πάντα το Σταυρό τους πριν πέσουνε στο κρεβάτι, ψελλίζοντας κάτι δικά τους λόγια… Τα παιδιά, μόνο αν υπήρχε η γιαγιά στο σπίτι. Που να προκάνει η μάνα, ειδικά άμα ήτανε μονάχη. Πόσες δουλειές έπρεπε να κάνει, να σταυλίσει τα ζωντανά, να στρώσει το τραπέζι, να αναπιάσει προζύμι για την άλλη μέρα. Έστελνε κι ο Θεός, κι ένα σωρό κουτσούβελα, ή γκαστρωμένες θα τανε, ή μωρομάνες. Έπρεπε να σηκωθεί πρώτη απ΄όλους, πριν καλά καλά φέξει και να κάνει ένα σωρό δουλειές, αρχίζοντας από το παιδί. Κι αν υπήρχε και πεθερά στο σπίτι, τα πράγματα γίνονταν ακόμα πιο δύσκολα. Αυτή, έπαιρνε πάντα το μέρος του γιού, που έρχονταν κουρασμένος, πάντα νευριασμένος και ιδιαίτερα «απαιτητικός» τις βραδινές τις ώρες, την ώρα που αυτή έφερνε ακόμα γύρα τα παιδιά και ολόκληρο το νοικοκυριό.
Σε κάποια τάβλα ψηλά, δέσποζαν τα πελώρια καρβέλια, σκεπασμένα με το πεσκίρι, που ανανεώνονταν κάθε Σάββατο, με το τελευταίο τόσο ξερό που δεν κοβότανε πια. Το Σάββατο, ήταν η μέρα που ζύμωνε και φούρνιζε το ψωμί η νοικοκυρά. Πρωί πρωί, ξυπνούσε τους ενοίκους του σπιτιού, με εκείνο το «γλουτς γλουτς» που έκαναν τα χέρια της, όταν ζύμωναν το ζυμάρι μέσα στην ξύλινη τη σκάφη.
Όταν ζύμωνε η Μάνα, τα παιδιά παίρνανε τα τρίματα της σκάφης και φτιάχνανε κουλούρια. Τα ρίχνανε στα κάρβουνα που ήτανε τραβηγμένα έξω από το φούρνο. Εκεί στη θράκα, έχωνε κάθε φορά η νοικοκυρά, κρεμμύδια, αυγά, πατάτες και μοσχομύριζε ο τόπος, με τη μυρωδιά ν΄ απλώνεται σε ολόκληρη τη γειτονιά.
Πρώτη απ΄ το φούρνο, έβγαινε η λαδένια λαγάνα, που τη μοίραζε η μάνα σε όλα τα παιδιά, που περίμεναν με ανοιχτό το στόμα.
Με τούτα βιώματα μέσα μας, όλοι όσοι τα ζήσαμε, ψάχνουμε ακόμα για ‘κείνες τις «γεύσεις». Καμιά τους, δεν είναι η ίδια με τότε. Γεύσεις από φαγητό, αλλά πολύ περισσότερο και από την απλοϊκή και γαλήνια εκείνη καθημερινότητα.
Όποιος τυχών τις επιζητεί, δεν έχει παρά να ξετυλίξει το κουβάρι του νήματος προς τα πίσω, προς τις αρχές του σήμερα, το μακρινό παρελθόν που έζησαν οι γονείς μας. Εκεί θα βρει πίστη στο Θεό, αγάπη, πολλή δουλειά και όρεξη για ζωή.
[δημοσιεύθηκε στο agiasofiablog.gr
Όσες από τις παραπάνω φωτογραφίες δεν έχουν το λογότυπό μας, είναι πνευματικό και καλλιτεχνικό πόνημα του αείμνηστου Ηπειρώτη φωτογράφου Κώστα Μπαλάφα. Το βαθύτερο όμως περιεχόμενό τους, είναι συναφές με το βαθύτερο νόημα του παρόντος άρθρου. Τη φτώχεια. Με τη συνδρομή των παραπάνω φωτογραφιών και με το περιεχόμενο που αυτές κρύβουν, προσπαθούμε να επιτύχουμε μια, όσο το δυνατό καλύτερη, ηθογραφική αναδρομή στην καθημερινότητα των πατρογονικών μας σπιτιών.]
Υπέροχο και συγκινητικό το άρθρο.
Μου έφερε στο νού πολλές στιγμές των παιδικών μου χρόνων.
Καλή χρονιά, με υγεία, αγάπη και πρόοδο.
Το άρθρο σας με έφερε και μένα κάπου εξήντα χρόνια πίσω ,στα παιδικά μου χρόνια ,τις ατέλειωτες χειμωνιάτικες νύχτες στο πατρικό μου σπίτι, στη Μάσκλινα. Σας ευχαριστώ. Καλή χρονιά, υγεία, πρόοδο και κάθε τι άλλο επιθυμητό.
Σας ευχαριστούμε και μεις για τις ευχές σας, αλλά και για την επικοινωνία. Είναι πολύ σημαντικό που ευαισθητοποιείται και επικοινωνεί μαζί μας, ένας Ελαιοχωρίτης, τη στιγμή που εμείς κάνουμε προσπάθειες, ώστε να προσελκύσουμε κοντά μας και κοντά στη γενέτειρά τους, τους πατριώτες μας. Και αυτό είναι κάποιο «ενδεικτικό σημάδι», για πολλούς. Και πάλι σας ευχαριστούμε.