Δώθε Σιαβελιάνικα
Οι παπαρούνες, χαίρονταν τη ζωή, έχοντας ανοίξει διάπλατα τα πέταλά τους, σε μια επιπλέον προσπάθεια για να συλλέξουν όσο το δυνατό περισσότερο ήλιο, αλλά και για να προσελκύσουν όσο το δυνατό περισσότερα έντομα στο εσωτερικό τους, στο στήμονα και τον ύπερο, φροντίζοντας για την αναπαραγωγή και διαιώνιση του είδους τους.
Και τα καταφέρνουν καλά, χρόνια τώρα, εν αντιθέσει με το σπιτάκι του Μήτρικα, που φαντάζει πίσω τους έρημο και μισογκρεμισμένο.
Όλες τους, με το ζωηρό κόκκινο χρώμα και την παρουσία τους σε κείνο το σημείο της «Πλεύρας», μοιάζουν σα να καταβάλλουν μια ύστατη ακόμα προσπάθεια για να ομορφύνουν και να δώσουν ζωντάνια σε κείνο το σπιτάκι, που κάποτε έσφυζε από ζωή, όπως κι όλα τ’ άλλα. Αυτά που βρίσκονταν γύρω του, στα Δώθε Σιαβελιάνικα.
Εννέα (9) σπίτια, αποτελούσαν κάποτε αυτή τη γραφική συνοικία του χωριού, που βούιζε ολοχρονίς απ’ τις φωνές των παιδιών, σαν ανοιξιάτικο μελίσσι.
Σήμερα, απ’ τα εννέα παραπάνω σπίτια, κατοικούνται μόνο τα τρία. Και απ’ αυτά, το ένα μονίμως και τα δύο περιστασιακώς.
Επάνω απ΄ το δρόμο και με κατεύθυνση από Νότο προς Βορρά, το πρώτο ήταν του Παναγιώτη Σιαβελή που είχε το παρωνύμιο «Λουκάς» και ήταν αγροφύλακας, έπειτα του Μήτρικα (Δημητρίου Σιαβελή) χτίστη στο επάγγελμα, του Γρηγορίου Β. Σιαβελή, του Αναστασίου Σιαβελή, του Τζίμη Σιαβελή και του Αναστασίου Λαμπίρη. Και κάτω απ΄ το δρόμο, με την ίδια κατεύθυνση, του Βασιλάκη Σιαβελή, του Σταύρου Σιαβελή και του Ιωάννη Σιαβελή (Τσαγκαρόγιαννη).
Οι περισσότεροι απ’ τους ιδιοκτήτες τους μετοίκησαν – ξενιτεύτηκαν και άλλοι «έφυγαν» από τη ζωή, μη έχοντας κοντινούς κληρονόμους, ώστε να τα φροντίζουν και να έχουν την τύχη που τους αξίζει.
Ωστόσο όμως, είναι αξιοθαύμαστο το γεγονός, ότι η «ζωή», εξακολουθεί να κυλάει ήρεμα και όμορφα σε αυτά, ακόμα και χωρίς τους ιδιοκτήτες.
Οι παπαρούνες, οι μαργαρίτες και οι ανθισμένες αμυγδαλιές, δεν τα εγκατέλειψαν. Άνθη και λουλούδια, προσπαθούν τούτη την χρονική περίοδο, να τα στολίσουν και να δώσουν ζωντάνια σε αυτά.
Λες κι έχουν ψυχή και συμπονούν τη μοναξιά των παραπάνω σπιτιών. Λες και νοιώθουν, ότι αυτά άξιζαν καλύτερη μοίρα, προσπαθώντας με την παρουσία τους, να γλυκάνουν την πίκρα και το βάσανό τους.