Το πευκόδασος της Εκκλησιάς
Πριν από εκατό και πλέον χρόνια, εγκαταστάθηκε στο χωριό μας ένας δάσκαλος, ο Παναγιώτης Σωτηράκος, ο οποίος, αν και δεν ήταν πολύ σπουδαγμένος, έμαθε τα παιδιά του χωριού μας γράμματα και όχι μόνο. Τους μαλάκωσε τον ατίθασο και αγριωπό τους χαρακτήρα και έπλασε κατάλληλα την ευαίσθητη ψυχή τους.
Ήταν αυτός που, εκδηλώνοντας τις φυσιολατρικές του διαθέσεις, με τη συνδρομή των μαθητών, δεντροφύτεψε με πεύκα τον προαύλιο χώρο του Ενοριακού μας ναού, καταστώντας αυτόν, ένα σπάνιας φυσικής ομορφιάς καταπράσινο αλσύλλιο.
Μάλιστα για να κεντρίσει το ενδιαφέρον των παιδιών, με σκοπό την επιτυχή έκβαση της δενδροφύτευσης, τα προέτρεψε ώστε το κάθε παιδί να δώσει το όνομά του στο κάθε πευκάκι που θα φύτευε και τα υποχρέωσε να φροντίζουν, το καθένα τους, το «δικό του» πευκάκι, ποτίζοντας και σκαλίζοντας το χώμα γύρω του, ανάλογα με την εποχή. Ο «Χρήστος», ο «Δήμος», ο «Αριστείδης» κ.α., – έτσι ονόμαζαν τα παιδιά το καθένα απ΄αυτά – περνώντας τα χρόνια, έγιναν πανύψηλα δένδρα, ξεπέρασαν την Εκκλησιά και δάσεψαν την περιοχή.
Με τα χρόνια, το πευκόδασος της Εκκλησιάς, έγινε σε ντόπιους και ξένους, μια γνώριμη εικόνα που χαρακτήριζε και στόλιζε το τοπίο της περιοχής. Για τον παραπάνω λόγο, τα πευκάκια που φύτεψαν οι μαθητές, αγαπήθηκαν από τους κατοίκους τόσο πολύ, ώστε πέρασαν στη συνείδησή τους, σαν ζωντανά υπολογίσιμα μέλη, όπως κι όλοι οι κάτοικοι.
Το θρόισμα του αέρα, ανάμεσα στις πευκοβελόνες, αν και, σχεδόν πάντα, είχε τον ίδιο τονικό ρυθμό, ποτέ δεν είχε το ίδιο άκουσμα. Αυτό άλλαζε, αναλόγως την περίσταση. Σε κάθε νεκρώσιμη ακολουθία, έμοιαζε σαν μοιρολόγι και σε κάθε γαμήλια τελετή, χαρές και πανηγύρια, σαν χαρούμενο φύσημα φλογέρας. Ήταν ολοφάνερο ότι και τα πευκάκια που φύτεψαν τα παιδιά, συμμετείχαν στη χαρά, αλλά και στη λύπη των κατοίκων.
Στα γλέντια του Πάσχα και στο πανηγύρι της Αγια Σοφιάς, καθώς και σε άλλες περιπτώσεις συγκέντρωσης προσκυνητών, οι τελευταίοι έβρισκαν προστασία στη σκιά τους, αποφεύγοντας τις καυτερές αχτίνες του ήλιου. Και οι οργανοπαίχτες και οι γλεντζέδες των πανηγυριών, οι διερχόμενοι προσκυνητές, οι πεπονάδες των Ριζών κ.α. πλανόδιοι πωλητές της γύρω περιοχής.
Η επίσκεψη στο πευκόδασος της Εκκλησιάς, ήταν τα καλοκαίρια, για εμάς τα παιδιά, αν όχι στο ημερήσιο, τουλάχιστον στο εβδομαδιαίο πρόγραμμα αναψυχής. Η παραμονή στο πευκόδασος ήταν το «παιχνίδι μας», γιατί αν καρτερούσαμε να μας ψωνίσουν παιχνίδια οι γονείς, θα γερνούσαμε, κι ακόμα θα περιμέναμε…!
Τα καλοκαίρια με το λιοπύρι, σκαρφαλώναμε στους κορμούς και μαζεύαμε τζιτζίκια. Με το που τα αγγίζαμε, αυτά μας κατουρούσαν, αλλά δεν μας ένοιαζε, όσο πιο περισσότερα τόσο πιο καλύτερα. Τα κλείναμε στη χούφτα μας και τα κάναμε «ραδιοφωνάκι». Τους μαύρους τους τσακώναμε πιο εύκολα, ενώ οι μικρότεροι μας έφευγαν, πριν καν τινάξουμε το χέρι μας για να τους αρπάξουμε.
Φορές πάλι, ξεφλουδίζαμε τις πιο χονδρές φλούδες του κορμού των πεύκων για να συλλέξουμε όσο το δυνατόν μεγαλύτερα κομμάτια. Κι ύστερα, επί πολύ ώρα τα σμιλεύαμε κατάλληλα με μικρούς σουγιάδες και φτιάχναμε βαρκούλες για να παίζουμε στις γούρνες στο ποτάμι.
Άλλες φορές πάλι, αποκαμωμένοι απ΄ το κρυφτό και το παιχνίδι ανάμεσα στα πεύκα, ξεκουραζόμασταν καταγής, ακουμπισμένοι στους κορμούς, παρατηρώντας τα πάντα γύρω μας.
Όλα τα παρακολουθούσαμε και για όλα χαιρόμασταν.
Παρακολουθούσαμε επί ώρα πολύ τις μυρμηγκοφωλιές και το πηγαινέλα των μυρμηγκιών. Είχαν πολλά να μας διδάξουν!
Άνοιγαν δρόμο καταγής, μέτρα μακριά, σα να΄ τανε κορδέλα. Τρέχανε το ΄να πίσω από τ” άλλο, μιλιούνια, για να γεμίσουν τις φωλιές τους. Κι είχανε ένα στόμα, μεγαλύτερο απ΄ το σώμα τους, σα να’ τανε τανάλια. Κι άμα ο σπόρος ήταν βαρύς κι ασήκωτος, τον πιάνανε δύο δύο. Ο μπροστινός περπατούσε ανάποδα, κι ο άλλος κανονικά. Πολλές φορές τα λυπόμασταν, τα πιάναμε μαλακά και τα πηγαίναμε έξω από την τρύπα τους, να τους συντομέψουμε τη διαδρομή. Αυτά όμως το σπόρο δεν τον άφηναν με τίποτα. Στην είσοδο της φωλιάς υπήρχαν φρουροί, πρώτα αλληλομυρίζονταν κι ύστερα έμπαιναν. Γινόμασταν ένα με αυτά και θέλαμε πως να’ τανε να μπαίναμε στο σπιτικό τους. Να μπορούσαμε να μπούμε στο χώμα, να δούμε τις φωλιές τους, τους διαδρόμους, τις αποθήκες με τους σπόρους και το πιο ζεστό μέρος αυτών, εκεί που θα ήταν ένα σωρό από ασπρουλιάρικα αυγουλάκια.
Αυτές κι άλλες πολλές, ήταν οι αναμνήσεις μας από εκείνο το πευκόδασος…
Περνώντας όμως τα χρόνια, ο «Χρήστος», ο «Δήμος», ο «Αριστείδης» και τ’ άλλα πεύκα της Εκκλησιάς, άρχισαν να γερνούν και να αραιώνουν σιγά σιγά το όμορφο αλσύλλιο. Άλλα ξεράθηκαν, άλλα αρρώστησαν, άλλα έπεσαν απ’ το φύσημα του αέρα, άλλα απ’ το βάρος του χιονιού, κι άλλα κόπηκαν, λίγο πριν καταρρεύσουν.
Ο ήχος του πριονιού, που κάθε φορά ακούγεται απ’ το χώρο της Εκκλησιάς, όταν τεμαχίζει τον κορμό κάποιου πεθαμένου πεύκου, γίνεται εύκολα αντιληπτός απ΄ τους κατοίκους, όπου κι αν ευρίσκονται και μοιάζει σαν μαχαιριά μέσα στα σωθικά τους. Άλλο ένα πεύκο λιγότερο.
Η τελευταία μαχαιριά, δόθηκε πριν λίγο καιρό, όταν με την συνδρομή της Π. Υ. (την οποία και ευχαριστούμε) κόπηκε – υπό νόμιμες διαδικασίες – ένα ακόμη πεύκο, προς αποφυγή ατυχήματος, το οποίο είχε πάρει επικίνδυνη κλίση.
Το αλσύλλιο της Εκκλησιάς, που χάριζε ζωντάνια και ομορφιά στο χώρο γύρω απ’ τον Ιερό Ναό, έχει, εδώ και χρόνια αραιώσει και το τοπίο δεν είναι πλέον όμορφο, όπως παλαιότερα. Οι αναμνήσεις όμως όλων μας, εξακολουθούν να είναι ακόμα ζωντανές και βασανιστικές.
Ευχόμεθα να βρεθεί συντόμως κάποιος άλλος «Σωτηράκος», ο οποίος με τη συνδρομή των φορέων του χωριού, του Προέδρου της Κοινότητας, του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου και του Πολιτιστικού Συλλόγου, να δενδοφυτεύσει τον χώρο, δίνοντας πάλι αίγλη και ομορφιά, εκεί όπου χτυπάει η καρδιά όλων των ΑγιαΣοφιτών.
Ο ήχος του πριονιού, που κάθε φορά ακούγεται απ’ το χώρο της εκκλησιάς, όταν τεμαχίζει τον κορμό κάποιου πεθαμένου πεύκου, μοιάζει σαν μαχαιριά μέσα στα σωθικά των κατοίκων και γίνεται εύκολα αναγνωρίσιμος απ΄ αυτούς, όπου κι αν ευρίσκονται.
Η τελευταία μαχαιριά, δόθηκε πριν λίγο καιρό, όταν με την συνδρομή της Π. Υ. (την οποία και ευχαριστούμε) κόπηκε – υπό νόμιμες διαδικασίες – ένα ακόμη πεύκο, προς αποφυγή ατυχήματος, το οποίο είχε πάρει επικίνδυνη κλίση.
Και στην Μάσκλινα μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1950 την εκκλησία του Αη Γιώργη και το διπλανό νεκροταφείο έζωναν αιωνόβια πεύκα και κυπαρίσσια που είχαν φυτέψει οι πρώτοι έποικοι του χωριού μας, οι Καστρίτες, ταυτόχρονα με την θεμελίωση της πρώτης μικρής εκκλησίας του Αη Γιώργη, την δεκαετία του 1850.Όμως και αυτά με το πέρασμα του χρόνου δεν άντεξαν στο φύσημα του αγριοβοριά, του βορειοδυτικού, του Καράγιαννη και της δυνατής πουνεντάδας, ενώ άλλα κόπηκαν κατά καιρούς από τη ρίζα, για να γίνουν όλα μαζί καυσόξυλα στις ξυλόσομπες της εκκλησίας.Λίγα από αυτά παραμένουν όρθια για να μας θυμίζουν το πυκνό πευκοδάσος που έζωνε το ναό και το νεκροταφείο καθώς και το τραγουδιάρικο βουητό του σε κάθε φύσημα του αέρα. Σας ευχαριστούμε που μας ξυπνάτε κάθε τόσο νοσταλγικές αναμνήσεις από τα παλιά!!!!!!!!!