Από τη ζωή μου στον Πόλεμο. Αλβανία 1940 – 1941
Προς τιμή της μνήμης των ηρώων του χωριού μας, που πολέμησαν στο Αλβανικό Μέτωπο, κατά την περίοδο 1940-41, παραθέτουμε σήμερα μερικά συγκλονιστικά αποσπάσματα από το Βιβλίο: «Από τη ζωή μου στον Πόλεμο, Αλβανία 1940-41» του αείμνηστου ΑγιαΣοφίτη, Επιθεωρητή Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, Βασιλείου Γ. Καραζάνου, Εκδόσεις «Βιβλιόραμα – Στουρνάρη 51, Αθήνα Τ.Κ. 104 32, τηλ. 210 – 5221112», ο οποίος περιγράφει σ’ αυτό, τις ανατριχιαστικές εμπειρίες του από το Αλβανικό Μέτωπο, μιας και ήταν ένας από τους 26 ΑγιαΣοφίτες, που έλαβαν μέρος στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο.
Αξίζει ο αναγνώστης και ειδικά οι νεώτεροι, να αφιερώσουν μόλις 5 λεπτά, για να αποκομίσουν μια χαρακτηριστική εικόνα των φοβερών εκείνων γεγονότων του Πολέμου και των κακουχιών που αντιμετώπισαν οι Έλληνες φαντάροι στο Αλβανικό Μέτωπο.
Το όφελος που θα αποκομίσουν, θα είναι μέγιστο.
Επίσης, περισσότερα για το τι έγινε την 28η Οκτωβρίου 1940 στο χωριό μας, μπορείτε να δείτε και εδώ.
Τα χειρόγραφα για την έκδοση του Βιβλίου «Από τη ζωή μου στον Πόλεμο, Αλβανία 1940 – 41» παρέδωσε στον Εκδοτικό Οίκο, ο γιος του, Γεώργιος Β. Καραζάνος, Δικηγόρος.
Αν δεν μας απατά η μνήμη μας, είναι το πρώτο βιβλίο που έχει συγγράψει ΑγιαΣοφίτης και το συστήνουμε ανεπιφύλακτα σε όλους.
To παραπάνω έργο, εκτός του ότι αποτελεί ένα λογοτεχνικό αριστούργημα στο οποίο μπορεί να θαυμάσει κανείς το σπάνιο ταλέντο του συγγραφέα, που με έντονο γλαφυρό ύφος, περιγράφει τις εμπειρίες του, ταυτοχρόνως, μπορεί να πάρει μια έντονη εικόνα των φοβερών γεγονότων του Πολέμου και των κακουχιών που αντιμετώπισαν οι Έλληνες φαντάροι στο Αλβανικό Μέτωπο.
Μόνο και μόνο για τον παραπάνω λόγο, αξίζει κανείς να το διαβάσει ,κι ας μην είναι ΑγιαΣοφίτης. Γι΄ αυτό άλλωστε, ο παραπάνω εκδοτικός οίκος το συμπεριέλαβε στο γενικό κεφάλαιο των εκδόσεών του, που φέρει τον τίτλο: «ΑΡΧΕΙΑ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ – ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ 8»
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ
«…… Κατά την έως εκεί διαδρομή μας γινήκαμε μάρτυρες κι ενός τραγικού συμβάντος. Σκοτώθηκε δίπλα μας σχεδόν, ένας φαντάρος του τμήματός μας, που επέστρεφε από τις επιχειρήσεις για ανάπαυση. Το κακό έγινε στις όχθες ενός παραπόταμου του Αώου, όπου συναντηθήκαμε με το τμήμα αυτό. Επειδή οι στρατιώτες του διαγκωνίζονταν για το ποιος θα περάσει ενωρίτερα το πρόχειρο γεφύρι που υπήρχε (ένας κορμός δένδρου, τοποθετημένος στο στενότερο μέρος του ποταμού) για να διαπεραιωθεί στην απέναντι όχθη όπου είχαμε φθάσει κι εμείς, ο αξιωματικός τους, με την πρόθεση να τους βάλει σε κάποια σειρά, έβγαλε το μπιστόλι του και με την ψεύτικη, φυσικά, απειλή ότι θα πυροβολήσει κατά των ανυπάκουων, τους διέταξε να κάνουν γραμμή πρώτα και μετά να προχωρήσουν. Το μπιστόλι του όμως εκπυρσοκρότησε και σκότωσε έναν, τον είδαμε κατόπιν, όταν περάσαμε απέναντι, ξαπλωμένο στην ακροποταμιά, με καίριο πλήγμα στο μαστό και τον κάηκε η ψυχή μου. Είχε γλιτώσει σε τόσες πολύνεκρες μάχες και χάθηκε εκεί για το τίποτα. Επάνω του είχε σκύψει και τον έκλαιγε με λυγμούς ένας άλλος φαντάρος, δίπλα του έκανε νευρικές βόλτες ο ακούσιος δολοφόνος.
Οι άλλοι στρατιώτες του τμήματος, μετά την πρώτη, την οδυνηρή βέβαια εντύπωση που τους τάραξε, ηρέμησαν πάλι, λόγω και της πλούσιας εμπειρίας που είχαν από παρόμοια γεγονότα και συνέχισαν το δρόμο τους αδιάφοροι. Πιο κάτω μάλιστα, μου φάνηκε ότι άρχισαν και το τραγούδι…»
«…Αλλ’ όσο προχωρούσαμε προς τα επάνω, όσο πλησιάζαμε τις εχθρικές θέσεις, τα πράγματα γίνονταν δυσκολότερα και για πολλούς απέβαιναν μοιραία. Το πρώτο θύμα που είδα ήταν ένας από τους προελαύνοντας δίπλα μου: είχε δεχθεί σφαίρα στο λαιμό και, ημιλιπόθυμος, προσπαθούσε να σταματήσει το αίμα με την παλάμη του… Προχωρείτε παιδιά, φώναζαν από πίσω διμοιρίτες και λοχαγός. Προχωρείτε, προχωρείτε – είτε – είτε, σάλπιζε και ο σαλπιγκτής….»
«…Και το ύψωμα μετεβλήθη αμέσως σε τσακμακόπετρα. Λάμψεις παντοίων εκρήξεων, γύρω μας και παντού, που νόμιζες ότι ο τόπος πήρε φωτιά. Ότι η γη σειόταν από τους κρότους που έμοιαζαν με αστραπόβροντα. Έβλεπες πελώριους βράχους ν’ ανατινάσσονται σαν πετραδάκια στα ύψη από τις οβίδες και τεράστια δένδρα να κόβονται σαν τρυφεροί βλαστοί και να γέρνουν, αργά στην αρχή, σαν να μην ήθελαν, σαν να αρνιούνταν να υποταχτούν στη μοίρα τους και απότομα κατόπιν, σαν κεραυνόπληκτα….. Σε τέτοιο απροσδόκητα φονικό περιβάλλον βρεθήκαμε……..»
«… Και είχαμε από όλα τα είδη τις ψείρες, κατά τις κατηγορίες που τις είχαν χωρίσει οι φαντάροι. Είχαμε ελληνικές (άσπρες), ιταλικές (κόκκινες), και αρβανίτικες (σκούρες). Κάποια στιγμή, κατά την ώρα αυτή που ψειριζόμασταν, μας είδε από το παράθυρο ο ταγματάρχης μας, παλιός από τη Μικρά Ασία, ακόμα πολεμιστής, ο οποίος μας είπε: «Στα ματοτσίνορα πιάσατε ψείρες; Όταν πιάσετε ψείρες στα ματοτσίνορα, τότε να λέτε ότι ψειριάσατε.
Στο επόμενο χωριό, στο οποίο ύστερα από διήμερο παραμονή στο Βεγγάζι πήγαμε, μείναμε μια βραδιά μόνο. Θα το θυμάμαι όμως αυτό το χωριό, από μια σιχαμερή σκηνή που είδα εκεί, το πρωί που σηκωθήκαμε. Είδα ένα φαντάρο που, για να ζεστάνει τα χέρια του, τα κατουρούσε…»
«…Αλλ’ ούτε και εκεί πήγα. Δεν μ’ άφησαν οι οβίδες να προχωρήσω. Έπεφταν βροχηδόν γύρω μου. Μαζεύτηκα πίσω από κάποια καλύβα για να φυλαχτώ, κι εκεί ακούω σε λίγο σπαραχτικές φωνές, που μου φάνηκαν γνωστές: «αδέλφια πεθαίνω….» έλεγε κάποιος. Την ώρα εκείνη του χαλασμού δεν κάθισα να σκεφτώ τίνος γνωστού μου μπορεί να είναι. Μου το είπε όμως σε λίγο, ο λοχίας Ρηγόπουλος, που ήρθε κι αυτός προς το μέρος μου για να φυλαχθεί: «Πάνε τα δικά σου παιδιά» μου είπε, εννοώντας τους Λυμπεραίους, που ήξερε ότι ήσαν πατριώτες μου… «τους σκότωσε όλους» συνέχισε «οβίδα που έπεσε σαν συστημένη πάνω στη σκηνή τους. Μόνο ο Τάσος Λυμπέρης επέζησε, αλλά κι αυτός ακρωτηριάσθηκε προ ολίγου, στο χειρουργείο που τον μετέφεραν»
Ταράχτηκα από την πληροφορία, κατάλαβα δε αμέσως ότι η τραγική επίκληση που είχα ακούσει (αδέλφια πεθαίνω) ήταν δική του. Και κινήθηκα προς το χειρουργείο (το στεγασμένο σε κάποια καλύβα) για να τον ιδώ… Και είδα εμβρόντητος, ότι δεν είχα υποψιαστεί άδικα. Αυτός ήτανε. Δεν είχε επιζήσει πολύ του ακρωτηριασμού του και είχε παραδοθεί για ταφή. Τα πόδια του, και τα δύο, ήσαν κομμένα λίγο κάτω από τα γόνατα, έτσι που να φαίνεται μισός στο μήκος. Του έλειπε ακόμα ένα μάτι, μέσα στο οποίο είχαν στουπώσει βαμβάκι. Μακάβριο θέαμα.»
«… Καθώς μετά το Λεσκοβίκι ροβολάγαμε σε μια πλαγιά φυτεμένη με αμπέλια, έρχονται δύο αεροπλάνα τους και (για να μας αποχαιρετήσουν, φαίνεται) άδειασαν πάνω μας όσες βόμβες κουβαλούσαν. Ευτυχώς δεν είχαμε θύματα. Σκοτώθηκαν όμως μερικά ζώα που δεν είχαν την… πρόνοια να πέσουν κάτω για να μην τα πάρουν τα θραύσματα των βομβών.
Έλαβε δε χώρα εκεί, ανάμεσά τους και η εξής κωμικοτραγική σκηνή. Ένας από τους επιβαίνοντες σε κάποιο από αυτά αφίππευσε μεν, όπως όλοι όταν φάνηκαν τα αεροπλάνα, κι έπεσε κι αυτός κάτω, όπως όλοι επίσης. Αλλ’ αυτός από το φόβο του μήπως αφηνιάσει το άλογό του και το χάσει, δεν άφησε το χαλινάρι του. Το κρατούσε όσο κράτησε ο βομβαρδισμός. Συνέχισε όμως να το κρατεί και κατόπιν, όταν έφυγαν τα αεροπλάνα, κι άρχισε, χωρίς να ενδιαφερθεί να ιππεύσει πάλι, να προχωρεί με τους πεζούς, πεζός κι αυτός.
Βάδιζε μάλιστα χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει πίσω του, προς το ζώο που έσερνε. Γύρισε μόνο όταν αντελήφθη κάπως επίμονη την αντίσταση του «δυστροπούντος» αλόγου του, για να ιδεί… Ότι έσερνε μόνο το κεφάλι του. Το είχε κόψει, βόμβα, από το λοιπό του σώμα, στρογγυλά, σαν με μαχαίρι… »
«…Και βαρύς, ψυχικώς, όπως έγινα, τραβήχτηκα κατόπιν πιο πέρα, μόνος για ν’ αγναντέψω τα μέρη και να διώξω από τα μάτια μου την θλιβερή σκηνή που είχα παρακολουθήσει. Αλλά δεν αλάφρωνα και εκεί που πήγα.
Την ώρα εκείνη, ώρα απογεύματος, από κάποιο χωριό, που φαινόταν χαμηλά, ακούστηκε η καμπάνα της εκκλησίας. Κάποιος παπάς (στρατιωτικός βέβαια…) σήμαινε εσπερινό. Κι ο ήχος της καμπάνας δεν έφτασε στ΄ αυτιά μου όπως άλλοτε. Άλλοτε, η καμπάνα τους εσπερινού, με την ιλαρότητα που διαχέει, γέμιζε την ψυχή μου με αισιοδοξία, ελπίδες και χαρά. Τώρα την γέμισε, κόμπο τον κόμπο, με κατάθλιψη και απαισιοδοξία. Και κατάλαβα τα μάτια μου να θολώνουν… Κατασκηνώσαμε λίγο απάνω από το χωριό (Τσέποβο) και κατά το απόγευμα κατεβήκαμε μερικοί να το ιδούμε, να το σεργιανίσουμε.
Ήταν έρημο φυσικά κι αυτό από κατοίκους, αλλ’ εμείς δεν κατεβήκαμε για να ιδούμε ανθρώπους… Εμείς εκείνο που θέλαμε να ιδούμε, ήσαν τα σπίτια, τα κεραμίδια, κάτω από τα οποία είχαμε να μείνουμε μήνες. Τα κοιτάζαμε και η σκέψη μας πήγαινε μελαγχολική, στην ήσυχη, την ειρηνική ζωή, την οποία είχε διώξει ο πόλεμος…»
«…… Εκεί έμαθα, από στρατιώτες του τμήματός μου, ότι είχε σκοτωθεί παλαιότερα και ο συγχωριανός μου και συγγενής μου, Γιάννης Σημάδης…»