Ένας μετανάστης …
Το υπερπόντιο ταξίδι με καράβι για την Αμερική, κρατούσε κάποτε είκοσι έξι (26) ημέρες και είκοσι έξι (26) νύχτες, μέσα στη φουρτουνιασμένη θάλασσα. Κι όμως, για κάθε ταξιδιώτη του χωριού μας, ήταν πιο εύκολο και πιο ευχάριστο, συγκριτικά με το μόλις 15 λεπτά διάβα του ανηφορικού μουλαρόδρομου, που οδηγεί από το χωριό μας προς τη στάση του τρένου, απέναντι στον «Αρμακά».
Ο δρόμος προς τον «Γολγοθά», όπως έχει περιγραφεί από πολλούς !
Έτσι συνέβαινε κάθε φορά και με το γεροΦίλιππο, όταν εγκατέλειπε το χωριό μας, κι ανηφόριζε προς τη στάση για να πάρει το τρένο για τον Πειραιά, κι ύστερα το καράβι για την Αμερική, άλλοτε μόνος κι άλλοτε οικογενειακώς.
Τα μάτια, τα αυτιά και ιδίως το μυαλό του, ευρισκόμενα σε έντονη υπερδιέγερση, τον βασάνιζαν και τον τυραννούσαν.
Σε κάθε ταξίδι, άφηνε πίσω συγχωριανούς, αγαπημένους φίλους και συγγενείς, κι άλλα, που είχε κλείσει βαθειά μέσα στην ψυχή του. Το σπίτι του το πατρικό, την αυλή, τον πετρόχτιστο φούρνο, το γάιδαρο, το κυνηγόσκυλο ως και τα αρώματα της φύσης, που κάθε εποχή ήταν και διαφορετικά. Όλα εκείνα τα απλά, τα λιτά κι απέριττα, που συνέβαλαν στην ευτυχία και στη γαλήνη της ψυχής του, κι ας μην είχαν μεγάλη χρηματική αξία.
Ας όψεται όμως η ανάγκη …!
Χρόνια πολλά στην Αμερική, ειδικεύθηκε ως χτίστης.
Έτσι, ως ένας επιτυχημένος επαγγελματίας, έχτισε σπίτια, οικοδομήματα, κι άλλα τσιμεντένια μεγαθήρια στην πόλη του Σικάγο, κατακτώντας δικαίως τη φήμη του Έλληνα καλού μάστορα και αρχιτεχνίτη, κερδίζοντας το σεβασμό και τη φιλία εκατοντάδων απόδημων και άλλων Αμερικανών φίλων του.
Προσαρμόστηκε για τα καλά στην Αμερικάνικη ζωή, όταν μια οικογενειακή τραγωδία, ο θάνατος του γιού του, τον ανάγκασε διαπαντός να επιστρέψει στα άγια χώματα της γενέτειρας του, που ποτέ δεν ξέχασε, κι ας ζούσε μέσα στην άνετη ζωή και την πολυτέλεια.
Ο «έρωτας» όμως για τη μεγάλη του αγάπη, την Αμερική, ποτέ δεν βγήκε απ’ τα εσώψυχά του. Κράτησε, μέχρι λίγο πριν το τέλος της ζωής του. Πάντα είχε ως πρότυπο, σε κάθε φάση της ζωής του, τις συνήθειες των Αμερικανών και την αξιοζήλευτη τεχνολογία τους.
Κάποια φορά μάλιστα, όταν είχε ακινητοποιηθεί ο γάιδαρός του, βυθιζόμενος στη λάσπη, σε ένα χωράφι στου «Χούζαρη», έστειλε το γιό του Κώστα να φέρει στα γρήγορα ένα φτυάρι, ώστε να τον ελευθερώσουν. Μόλις διαπίστωσε ότι ο Κώστας έφερε ένα τυχαίο φτυάρι και όχι το καλό που είχε φέρει από την Αμερική, θύμωσε και τον μάλωσε λέγοντας: «Αυτό βρήκες να μου φέρεις; Το καλό το Αμερικάνικο, έπρεπε να φέρεις. Το Αμερικάνικο, δε σου είπα; »
…………………………………………………………………………………………………
Κι όσο έβλεπε τα κακώς κείμενα στην πατρίδα του και την άσχημη νοοτροπία ορισμένων συγχωριανών του, τόσο νοσταλγούσε τον Αμερικάνικο τρόπο ζωής.
Σε κάθε ανάλογη σκηνή που του προκαλούσε εκνευρισμό, απομακρύνονταν θυμωμένος από την παρέα του, κάνοντας μεγάλες δρασκελιές, κουνώντας τα χέρια και γουρλώνοντας τα μάτια. Μέσα όμως σε λίγα δευτερόλεπτα επέστρεφε, διδάσκοντας στην Αμερικάνικη γλώσσα, το τι αντίστοιχο θα γίνονταν στην Αμερική στην ανάλογη περίπτωση, κι αμέσως μετά μετέφραζε στα Ελληνικά, για να γίνει κατανοητός.
Αυτός άλλωστε ήταν κι ο λόγος, που εμείς τα παιδιά τον πλησιάζαμε και τον παρακολουθούσαμε, όχι μόνο στο καφενείο του χωριού, αλλά και σε κάθε άλλη φάση της ημέρας. Όπως, όταν πελεκούσε λιθάρια μέχρι αργά το βράδυ, καθήμενος στο έδαφος σε θέση οκλαδόν, ή όταν πλάνιζε δόγες, δουλεύοντας ως βαρελάς για τις ανάγκες του σπιτιού του, φορώντας πολλές φορές μόνο ένα κάτασπρο αθλητικό φανελάκι, ακόμα και τις χειμωνιάτικες ημέρες.
Νοιώθαμε, ότι ήξερε περισσότερα από όλους στο χωριό, επειδή είχε κάνει στην Αμερική και το κυριότερο, ότι ήταν πρόθυμος να μας μεταδώσει γνώσεις, εμπειρίες και συμβουλές.
Κι αυτός, γνωρίζοντας το λόγο που τον πλησιάζαμε, διέκοπτε στα ξαφνικά το πελέκημα της πέτρας και κοιτώντας μας κατάματα, άρχιζε τα «Αμερικάνικα», φωναχτά και θυμωμένα, σαν μια αντίδραση για τα εδώ κακώς κείμενα. Ύστερα όμως χαμήλωνε τον τόνο και με πιο μαλακή χροιά στη φωνή, σα να απευθύνονταν σε βρέφος, μας επεξηγούσε στα Ελληνικά.
Μας μιλούσε για τα πάντα, εγκωμιάζοντας κυριολεκτικά, τον Αμερικάνικο τρόπο ζωής, τις συνήθειες του οποίου μας συνιστούσε να ακολουθήσουμε.
Μας μιλούσε για την εργατικότητα των Αμερικανών και μάλιστα όλων των μελών της κάθε οικογένειας.
Για την ωφέλιμη και υγιεινή συνήθεια του πρωινού γεύματος και της γυμναστικής.
Για τον «απογαλακτισμό», την απομάκρυνση δηλαδή των εφήβων από τον οικογενειακό ιστό, έγκαιρα, ώστε αυτά να μην γίνουν «mama boy», όπως χαρακτηριστικά έλεγε.
Για την άρτια Δημόσια διοίκηση και την υποδειγματική υγειονομική περίθαλψη της Αμερικής.
Και κυρίως για τη Δημόσια ασφάλεια. Την αυστηρότητα των Νόμων, του Σωφρονιστικού συστήματος και την αποτελεσματικότητα της Αστυνομίας, εξαιτίας της προστασία της από την Πολιτεία.
Κανείς δεν μπορούσε να τα βάλει μαζί του και να τον περιπαίξει. Όλοι τον υπολόγιζαν ως τον πιο ισχυρό αντίπαλο στο χωριό, φοβούμενοι την δίκαιη, απρόβλεπτη και πανίσχυρη αντίδρασή του.
Πανέξυπνος. Είχε μάλιστα την οξεία αντίληψη και σοφία, να εντοπίζει ποιος τον πλησιάζει για καλό σκοπό, χάριν γνησίων αισθημάτων φιλίας και ποιος για να εκμεταλλευτεί τη φήμη του, τις δημόσιες σχέσεις του, ή για οικονομικό όφελος και ατομικό συμφέρον.
Συνέβαλε κι ο γεροΦίλιππος, όπως και τα υπόλοιπα γεροντάκια, οι αλησμόνητες εκείνες φιγούρες του χωριού μας, στην παίδευση του χαρακτήρα μας, ώστε να βαδίσουμε αργότερα πιο εύκολα κι ανεμπόδιστα το «στίβο» της ζωής.
Ω … πόσο, μα πόσο … διαφορετικό θα ήταν το χωριό μας σήμερα, αν ζούσαν ακόμα άνθρωποι σαν το γεροΦίλιππο !!!
Μετά από 72 χρόνια ζωής, το καλοκαίρι του 1989, έφυγε από κοντά μας προκαλώντας θλίψη και σπαραγμό στους συγχωριανούς του, οι οποίοι σύσσωμοι τον συνόδευσαν στην τελευταία του κατοικία, λόγω της καλοσύνης, της ντομπροσύνης και του κοινωνικού του χαρακτήρα.
H παραπάνω αναφορά, αποτελεί, πέραν τοις άλλοις, κι ένα ακόμα διαφορετικό μνημόσυνο στον εκλιπόντα, ως εκπλήρωση ενός ηθικού χρέους, για όσες διδαχές και νουθεσίες μας έδωσε, πολλές από τις οποίες ξεπερνούν σε σοφία, ακόμα και τις γονικές.