To εκκλησάκι της Ανάληψης
Εκείνο το μικρό γραφικό ξωκλήσι, που διακρίνεται σαν μια λευκή κουκίδα, Β. Δ. του χωριού μας και είναι αφιερωμένο στη μνήμη των Αγίων Δέκα, αλλά και στην «Ανάληψη του Κυρίου», είχε σήμερα την τιμητική του, λόγω της ομώνυμης εορτής (Αναλήψεως του Κυρίου).
Το βράδυ της παραμονής, ο Εφημέριος του Παρθενίου Ιερεύς Βασίλειος Καραχάλιος, μαζί με τον Ιερέα του χωριού μας Κων/νο Λαμπίρη, τέλεσαν Εσπερινό και την επομένη Θεία Λειτουργία, στην οποία συμμετείχε και ο Ιερέας Αναστάσιος Καράς.
Τις παραπάνω ακολουθίες παρακολούθησαν αρκετοί πιστοί από τη γύρω περιοχή, οι οποίοι, συν τοις άλλοις, απόλαυσαν κι ένα γαλήνιο καλοκαιρινό περιβάλλον, πνιγμένο μέσα στο πράσινο και τα κατακίτρινα σπάρτα, που ζώνουν την περιοχή.
Και έχει σχέση με τον τόπο μας το παραπάνω ξωκλήσι, αφού βρίσκεται στο διάβα του δρόμου που οδηγεί από το χωριό μας στο Παρθένι, ενώ στο μικρό παλαιό πέτρινο προσκυνητάρι του, έκαναν Σταυρό οι ΑγιαΣοφίτες κι άναβαν το κανδήλι του, γεγονός που συνέβαινε σχεδόν σε καθημερινή βάση, αφού τα παλαιότερα χρόνια, οι σχέσεις των κατοίκων των δύο χωριών, ήταν πολύ στενές μεταξύ τους και ο δρόμος προς το Παρθένι (Μπερτσοβά παλαιότερα), ήταν πολυσύχναστος σε κυκλοφορία.
Έχει κι αυτό το εκκλησάκι τη δική του ιστορία, σύμφωνα με την τοπική παράδοση, την οποία θα εκθέσουμε εν συντομία, μετά τις φωτό.
Η αιτία για να ανατρέξουμε στο ιστορικό της κατασκευής του εξωκλησιού που είναι αφιερωμένο και στη μνήμη των Αγίων Δέκα, ήταν εξαρχής οι αφηγήσεις γερόντων του χωριού μας, οι οποίοι είχαν ισχυρούς δεσμούς φιλίας με πολλούς κατοίκους της Μπερτσοβάς (Παρθενίου) και γνώριζαν τα αξιοθαύμαστα γεγονότα που είχαν διαδραματιστεί στο μέρος που είναι χτισμένο το σημερινό εκκλησάκι.
Ύστερα, προς επιβεβαίωση αυτών, αναζητήσαμε μαρτυρίες, οι οποίες είχαν καταγραφεί από τον αείμνηστο παπαΓιώργη ΛΑΜΠΙΡΗ και μάλιστα, πριν χρόνια, σχετικό κείμενο περί αυτών, είχε αναρτηθεί στο εσωτερικό χώρο του παραπάνω εξωκλησιού.
Ένα από τα πιο παράδοξα γεγονότα συνέβη στο Παρθένι Αρκαδίας, περί το έτος 1927.
Ένας φτωχός, απλοϊκός και αγαθός στην ψυχή κάτοικος του Παρθενίου, ο Κ. Τ., έβλεπε επί σειρά νυκτών στον ύπνο του, έναν γέροντα μελαμψόν με λευκή γενειάδα και στολή όπως των Αγίων, να του λέει: «Να έλθεις να με ξεχώσεις»
Ο Κ. Τ. δεν έδινε σημασία, παρόλο που το όνειρο αυτό συνεχιζόταν κάθε βράδυ. Δεν τολμούσε καν να το αναφέρει σε κανέναν, φοβούμενος μη τον πάρουν για τρελό. Η κατάσταση αυτή, σύμφωνα με μετέπειτα μαρτυρία του ιδίου, συνεχιζόταν επί σειρά νυκτών, οπότε την νύχτα της 23ης προς 24ης Ιανουαρίου 1927, βλέπει τον ίδιο γέροντα πάλι να του λέει με εντονότερη φωνή: « Να έλθεις να με ξεχώσεις, αλλιώς θα σε πάρω μαζί μου». Ο γέροντας του υπέδειξε το συγκεκριμένο σημείο που ήταν θαμμένος (ευρισκόμενο στην οδό, που οδηγεί από Παρθένι στην Αγία Σοφία).
Σημείωση, ότι στο σημείο που υπέδειξε ο γέροντας, βρισκόταν από πολύ παλιά χρόνια (άγνωστο από πότε), ένα προσκυνητάρι κατασκευασμένο πρόχειρα από πλάκες. Το προσκυνητάρι αυτό που ήταν αφιερωμένο στη μνήμη των Αγίων Δέκα, το θυμούνταν οι παλιοί Αγια Σοφίτες, οι οποίοι άναβαν το καντήλι κάθε φορά που περνούσαν από κει. Παραμένει επίσης άγνωστο, γιατί ήταν αφιερωμένο στη μνήμη των Αγίων Δέκα.
Την επόμενη το πρωί, μόλις έφυγε η σύζυγός του και το παιδί του, ο Κ. Τ. παίρνει γκασμά και φτυάρι και έφτασε στο σημείο που του υπέδειξε ο γέροντας. Το σημείο αυτό ήταν κάτω από το προσκυνητάρι. Στη συνέχεια άρχισε να γκρεμίζει μέρος του προσκυνηταριού και να σκάβει, χωρίς να υπολογίζει τους διερχόμενους χωρικούς, που άρχισαν να τον πειράζουν.
Ο Κ. Τ. όμως, διακατεχόμενος έντονα από την ιδέα ότι πρέπει να ξεχώσει τον γέροντα, αλλιώς ο γέροντας θα τον έπαιρνε μαζί του, δεν έδινε προσοχή στα πειράγματα των διερχόμενων και συνέχισε να σκάβει.
Το απόγευμα της ιδίας ημέρας, έφθασε σκάβοντας μπροστά από μια μαρμάρινη πλάκα και επιχείρησε να την αποσπάσει. Μόλις την σήκωσε, βλέπει θαμμένο έναν ανθρώπινο σκελετό. Αμέσως άρχισε να φωνάζει και να καλεί σε βοήθεια, τρέχοντας φοβισμένος προς το Παρθένι. Αμέσως οι κάτοικοι του χωριού, με επικεφαλής τον Αστυνόμο και τον Πρόεδρο, έτρεξαν στο σημείο για να δουν ποιος είναι ο λόγος που φωνάζει κι αν αληθεύουν τα λεγόμενά του.
Φτάνοντας στο σημείο, βλέπουν έναν αρχαίο τάφο με μαρμάρινη πλάκα, μέσα στον οποίο βρισκόταν ένας ανθρώπινος σκελετός. Αμέσως ο Ιερέας παρέλαβε τα οστά, τα οποία μέχρι σήμερα φυλάσσονται στον Ι. Ν. του Αγίου Γεωργίου Παρθενίου.
Καμία επιγραφή δεν βρέθηκε στον τάφο, ούτε και κάποιο άλλο αντικείμενο.
Αξίζει να σημειωθεί, ότι η πλάκα που ήταν σκεπασμένος ο σκελετός, είχε επάνω της χαραγμένο το μισό μέρος ενός αρχαίου πολεμιστή που κρατούσε ένα ακόντιο. Το γεγονός ότι από την μαρμάρινη αυτή πλάκα έλειπε το κεφάλι του πολεμιστή (και δεν βρέθηκε τριγύρω), αποδεικνύει ότι, η πλάκα αυτή είχε μεταφερθεί από άλλο μέρος και ότι ο τάφος δεν ήταν της ίδιας περιόδου με αυτόν της κατασκευής της πλακός. Ο τάφος ήταν μεταγενέστερος. Η πλάκα αυτη, που φυλάσσεται σήμερα στο Μουσείο της Τεγέας, κείτονταν επί πολλά χρόνια στο σημείο εκείνο και την αντίκριζαν όλοι οι περαστικοί, ΑγιαΣοφίτες και Παρθενιώτες.
Οι κάτοικοι της περιοχής, αποδίδουν τον σκελετό, σε έναν εκ των Αγίων Δέκα μαρτύρων, ο οποίος απομακρύνθηκε από τον τόπο του μαρτυρίου του από τους συντοπίτες του και θάφτηκε εκεί, όταν αυτοί (συντοπίτες του) μετανάστευσαν σε άλλο μέρος. Σημείωση, ότι στο σημείο αυτό υπήρχε από αρχαιοτάτων χρόνων παλαιό ημιονικό μονοπάτι.
Πολύ αργότερα περί το έτος 1965 περίπου, ο ιδιοκτήτης του χώρου τον παραχώρησε προς ανέγερση του Εξωκλησιού. Οι Άγιοι Δέκα γιορτάζουν στις 23 Δεκεμβρίου, αλλά το συγκεκριμένο εκκλησάκι γιορτάζει και της Αναλήψεως, επειδή τότε έγιναν τα εγκαίνιά του.
– Οι Άγιοι Δέκα, κατάγονταν από διάφορα γνωστά μέρη της Κρήτης και μαρτύρησαν κατά το έτος 250 επί Βασιλείας ΔΕΚΙΟΥ. Ήταν ο Θεόδουλος, ο Σατορνίνος, ο Εύπορος, ο Γελάσιος, ο Ευνικαινός, ο Ζωτικός, ο Αγαθόπους, ο Βασιλείδης, ο Ευάρεστος, και ο Πόμπιος. Ο τόπος του μαρτυρίου τους, ήταν στο Νότιο μέρος του Νομού Ηρακλείου, εκεί που σήμερα βρίσκεται το χωρίον Άγιοι Δέκα, 8 χιλιόμετρα ανατολικά από την κωμόπολη Μοίρες Ηρακλείου. Στον τόπο του μαρτυρίου τους υπάρχει μεγάλη Εκκλησία με δέκα κολώνες, αφιερωμένη στην μνήμη τους.
Οι περισσότεροι από αυτούς θάφτηκαν εκεί κι ορισμένοι άλλοι άγνωστο που, μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα και την οργή του ειδωλολατρικού στοιχείου που επικρατούσε τα χρόνια εκείνα.