Tασσόγιαννης
Ιωάννης Λαμπίρης του Αναστασίου. Έτσι απαντούσε όταν τον ρωτούσε κάποιο κρατικό όργανο, ή τυχόν άλλοι, για το όνομα του.
Μάλιστα στο «Αναστασίου» έδινε κάποιο ιδιαίτερο τονισμό και χροιά στη φωνή, που προκαλούσε το ενδιαφέρον εμάς των παιδιών, κι όλων των παρευρισκόμενων στην παρέα.
Και το έκανε, ή για να ξεχωρίσει από τους άλλους (γιατί ήταν πολλοί στο χωριό), ή για να τιμήσει τον πατέρα του και την καταγωγή του πατέρα του, διότι ο παππούς του, ο Γερογιώργης, ήρθε και εγκαταστάθηκε στο Καράτουλα το έτος 1842 από τη Μεγάλη Αναστάσοβα (πατρίδα του Νικηταρά). Έτσι συνεχώς μας έλεγε με καμάρι.
Ο ΓεροΓιώργης, ο παππούς του, παντρεύτηκε την Παναγιώτα το γένος Φαρμασώνη και απέκτησε το Δημήτρη, τον Αντώνη, το Γιάννη, το Γρηγόρη, τον Αναστάση, τον Κώστα, τη Χρηστίτσα και επίσης τον Αναστάση, διότι ο πρώτος Αναστάσης πέθανε σε μικρή ηλικία.
Ο Αναστάσης (πατέρας του) παντρεύτηκε την Τασία Δημ. Σιαβελή, ή Μήτρικα και απέκτησε τέσσερα (4) αγόρια και τρία (3) κορίτσια.
1)Τον Γιώργη (Τασσάκο), που παντρεύτηκε, στον πρώτο γάμο, την Σταυρούλα Κ. Σιαβελή και απέκτησε τον Τάσση. Στο δεύτερο γάμο παντρεύτηκε την Αγάπη Παυλάκου και απέκτησε την Σταυρούλα, την Παναγιώτα, τη Στάμω και τον Κώστα.
2)Τον Κώστα, που παντρεύτηκε στην Αμερική και απέκτησε δύο παιδιά.
3)Την Παναγιώτα, που παντρεύτηκε το Γιώργη Αργυράκη από τον Άγιο Γεώργιο και απέκτησε τέσσερα παιδιά.
4)Την Χρηστίτσα, που παντρεύτηκε το Δημήτρη Μαρασκέ από το Ρούβαλη και απέκτησε οχτώ παιδιά.
5)Τη Σοφία, που παντρεύτηκε στην Τρίπολη τον Κώστα Παυλόπουλο και απέκτησε δύο παιδιά.
6)Τον Φίλιππα, που παντρεύτηκε τη Μαριγώ Λαμπίρη, με την οποία απέκτησαν τον Τάσση που σκοτώθηκε στο Σικάγο και τον Κώστα (σημερινό εφημέριο του χωριού μας).
7)Και τον ίδιον (το Γιάννη), που έμεινε άγαμος.
Πως λοιπόν να μην είναι περήφανος για τη γενιά του παππού και του πατέρα του;
Ο ίδιος επέλεξε το δρόμο της μονάξιας. Ίσως επιλογή του, ίσως το γραφτό.
Ήταν λιθοξόος, πετράς, χτίστης.
Δούλεψε στην ευρύτερη περιοχή και κυρίως στα χωριά της Λακωνίας. Μίλαγε συνεχώς για τα «κατορθώματα του» στη Μπαρμπίτσα.
Έχτισε εκκλησιές, γεφύρια κι άλλα αξιόλογα οικοδομήματα. Έπιανε την πέτρα, τη στριφογύριζε στα χέρια του, τη ζύγιζε συνεχώς, κι ύστερα από κατάλληλα χτυπήματα, με λοξές ματιές συνάμα, τις έδινε το σχήμα που ήθελε. Βελούδινη, σχεδόν λεία, έβγαινε απ” τα χέρια του.
Πολλές πλάκες σε εκκλησίες και γεφύρια, έχουν το όνομά του.
Το 1960 αποτραβήχτηκε στο χωριό του. Είχε γεράσει πια, το φως του άρχισε να θαμπώνει και τα πόδια του δεν τον βάσταγαν να γυρίζει τα χωριά.
Αργότερα πήρε μαγκούρα, έβαλε και χονδρά γυαλιά.
Τον θυμόμαστε στο καφενείο, τα απογεύματα του καλοκαιριού να εξιστορεί ιστορίες για τη μεγάλη του αγάπη, το κυνήγι και να διδάσκει πρέφα.
Όταν εμείς μαθαίναμε χαρτιά, αποφεύγαμε να τον έχουμε δίπλα μας. Σε κάθε λάθος χαρτί που τραβάγαμε, φώναζε και απειλούσε με τη μαγκούρα. Προσέχαμε να τηρούμε πάντα την προβλεπόμενη απόσταση … ασφαλείας. Τουλάχιστον να μη βλέπει τις αστοχίες μας και να μην κινδυνεύουμε.
Τα τελευταία χρόνια που «κατέπεσε», τον περιμάζεψε ο αδελφός του. Υποδειγματική φιλοξενία και φροντίδα.
Κι αυτός, λες και το έκανε γι΄ αντάλλαγμα, πρόσεχε τα εγγονάκια του αδελφού του, μέχρι το τέλος της ζωής του. Τα ορμήνευε και καθοδηγούσε με την αγριοφωνάρα – που του δάνεισε η σκληράδα της ζωής – που μέσα της όμως έκρυβε μια απέραντη αγάπη, γλυκάδα και αθωότητα.
Και το “ νιωθαν τούτο τα παιδιά.
Γι” αυτό δεν τον φοβούνταν, τον αγαπούσαν σαν παππού, κι ορισμένα δακρύζουν όταν τον θυμούνται.
Εγώ θυμάμαι το ποιητικό του ταλέντο.
Πολλές φορές σχολίαζε την επικαιρότητα ή εξιστορούσε έμμετρα.