Το τηλεφωνείο της Αγίας Σοφίας
Το πρώτο και μοναδικό, για αρκετές δεκαετίες, τηλέφωνο του χωριού μας (Χειροκίνητης Αστικής Σύνδεσης – Χ.Α.Σ.), είχε εγκατασταθεί από τα τέλη της δεκαετίας 1930, στην οικία του Κων/νου Γ. Λαμπίρη (Μπέρκου), ο οποίος, σε καθημερινή βάση, πέραν των καθηκόντων του, ως σιδηρουργός (γύφτος), εκτελούσε και καθήκοντα τηλεφωνητή του χωριού μας, άλλοτε στέλνοντας τηλεγραφήματα από τους συγχωριανούς, με αποδέκτη γνωστά τους και άλλα πρόσωπα, άλλοτε παραδίδοντας τηλεγραφήματα σε αυτούς και γενικά φροντίζοντας για την ομαλή και χωρίς προβλήματα, τηλεφωνική τους επικοινωνία.
Μετέπειτα τηλεφωνητής στο παραπάνω τηλεφωνείο, χρήστηκε, εξ ανάγκης, ο γιός του, Γεώργιος Λαμπίρης, που αργότερα έγινε ο Εφημέριος του χωριού μας. Ο παπαΓιώργης (δείτε εδώ), ήταν τόσο δραστήριος, επικοινωνιακός και δημοσιοσχεσίτης, που κατάφερε από τις αρχές δεκαετίας 1970, να αυτοματοποιήσει το παραπάνω τηλέφωνο, μετά από γραπτή εντολή του τότε Διοικητή του Ο.Τ.Ε. Ελλάδος, κ. ΚΙΟΥΡΤΖΟΓΛΟΥ. Έτσι η Αγία Σοφία, παραδόξως, ήταν πρώτη Κοινότητα σε όλη την περιοχή του Νομού Αρκαδίας στην οποία εγκαταστάθηκε, (στην οικία του παπα Γιώργη Λαμπίρη) αυτόματη τηλεφωνική σύνδεση, η οποία μάλιστα είχε τον αριθμό 2710, γεγονός που, εκείνα τα χρόνια, προκάλεσε τις δίκαιες αντιδράσεις των εκπροσώπων των υπολοίπων Κοινοτήτων της περιοχής.
Αυτός όμως, που διέπρεψε σε κείνο το τηλεφωνείο, εκτελώντας τα καθήκοντά του με έναν ιδιαίτερο και υποδειγματικό τρόπο, ήταν η σύζυγος του παπαΓιώργη Λαμπίρη, η αείμνηστη Πρεσβυτέρα Στάμω Λαμπίρη, το γένος Σωτηράκου, η οποία, γι΄ αυτό κυρίως το λόγο, άφησε όνομα στο χωριό.
Ποιος άραγε απ΄ όσους τη θυμούνται, μπορεί να ξεχάσει τον ευγενή χαρακτήρα της, την καλοσύνη, την τάξη και καθαριότητα και γενικά την νοικοκυροσύνη που τη διέκριναν;
Όλοι είχαν να πουν για την καπατσοσύνη, τη σβελτάδα της και την διπλωματία του χαρακτήρα της αείμνηστης Πρεσβυτέρας. Όλοι θυμούνται ότι όποτε ήθελε, εξασφάλιζε όσους εργάτες ήθελε για τα χτήματά της, καθώς και όσα ζώα ήθελε για να πραγματοποιήσει τις γεωργικές εργασίες στ’ αμπέλια και τις ελιές. Κανείς δε μπορούσε να πει όχι και να αντισταθεί σε κάθε θέλημα της κυρα παπαδιάς. Συνέβαλε δε σε αυτό, ότι ήταν και η τηλεφωνήτρια του χωριού.
Πλήθος ΑγιαΣοφιτών συνέρεαν σε καθημερινή βάση, σε κείνο το τηλεφωνείο του χωριού μας, για να ικανοποιήσουν τις επικοινωνιακές τους ανάγκες. Προσέρχονταν όλοι με απόλυτο σεβασμό έως και φόβο, κυρίως επειδή θα έμπαιναν στο σπίτι του παπά, αλλά και επειδή σε λίγο θα έπιαναν στα χέρια τους εκείνο το βαρύ μαύρο ακουστικό του τηλεφώνου, που έβγαζε από μέσα του «φωνή». Το ακουστικό συνδέονταν μ’ ένα πλεκτό καλώδιο πάνω σ’ ένα μεγάλο ξύλινο κουτί στερεωμένο στον τοίχο. Αυτή ήταν η κυρίως συσκευή και είχε πάνω της πολλούς αριθμούς, κουμπιά, τρύπες και καλώδια, άτακτα τοποθετημένα. Αυτό άλλωστε ήταν και το ένα απ’ τα δύο τηλέφωνα και ήταν εγκατεστημένο στο χωλ του σπιτιού. Το άλλο, που ήταν και πιο μικρότερο, ήταν εγκατεστημένο σ’ ένα μικρό ραφάκι που βρισκόταν έξω στη βεράντα του σπιτιού.
Η κυρά-παπαδιά υποδέχονταν τους επισκέπτες με ένα ζεστό χαμόγελο, σκούπιζε τα χέρια της στην ποδιά που πάντοτε φορούσε, τους έβαζε να καθίσουν με τη σειρά στις καρέκλες της αυλής, κι ύστερα αφού τους κερνούσε το καθιερωμένο λουκούμι ή σοκολατάκι, τους καλούσε μέσα στον ιδιαίτερο χώρο για να τηλεφωνήσουν. Αλλά και οι ίδιοι οι επισκέπτες, επειδή ήξεραν, εκ των προτέρων, την ευγενή μεταχείριση της κυρα παπαδιάς, ποτέ δεν πήγαιναν με άδεια τα χέρια, ειδικά όταν είχαν να την επισκεφθούν για πολύ καιρό. Ένα ζευγάρι αυγά, μια μαγεριά κορφάδες, διο ντομάτες, ή λίγα τσαπελόσυκα, ήταν επιμελώς κρυμμένα κάτω απ΄ την ποδιά τους, έτσι για να μην τα πάρει μάτι το «χωριό».
Πριν αυτοματοποιηθεί το παραπάνω τηλέφωνο, η κυρα παπαδιά, γυρνούσε γρήγορα τη μικρή μανιβέλα που υπήρχε επάνω στην ξύλινη συσκευή (για να δημιουργήσει ηλεκτρικό φορτίο) και με αυτόν τον τρόπο συνδέονταν με το κέντρο του Ο.Τ.Ε. της Τρίπολης . Λίγο αργότερα οι τηλεφωνητές του κέντρου, με τον ίδιο τρόπο, επικοινωνούσαν με το τηλεφωνείο του χωριού για να πραγματοποιηθεί η συνομιλία, αφού νωρίτερα είχαν πραγματοποιήσει τη σύνδεση. Άλλες φορές, όταν το τηλέφωνο αυτοματοποιήθηκε, σχημάτιζε εκείνη τον αριθμό πάνω στο τηλέφωνο, γρήγορα γρήγορα με κείνη τη σπιρτάδα που τη διέκρινε κι ύστερα τους έδινε το ακουστικό για να μιλήσουν. Κι αν καμιά φορά υπήρχε αποτυχία στην ακρόαση, οι «πελάτες» έτειναν το ακουστικό με απορημένο ύφος προς την κυρα παπαδιά, σαν αρμόδια για να εξομαλύνει την κατάσταση.
-Μπα μαύρη του χρονιά, τι έπαθε το μαγκούφι; Μονολογούσε τις περισσότερες φορές.
Η κυρα παπαδιά, σε κείνο το τηλεφωνείο, εκτός απ’ την ευγένεια και την καλοσύνη της, είχε εξαντλήσει στο έπακρο και την εκγύμναση των φωνητικών της χορδών. Κάθε φορά που υπήρχε λόγος, έβγαινε στην άκρη της βεράντας του σπιτιού της, που είχε θέα προς τη ρεματιά και, αναλόγως που κατοικούσε ο κάθε ΑγιαΣοφίτης, φώναζε άλλοτε με κατεύθυνση προς τα Σιαβελιάνικα, άλλοτε προς τα Ρολλέϊκα και άλλοτε προς τα περιβόλια της ρεματιάς. Κι αν καμιά φορά δεν έπαιρνε απάντηση, ταλαιπωρημένη όπως ήταν απ΄τις φωνές, σιγοψιθύριζε το δικό της «ευχολόγιο», με διαφορετικό όμως περιεχόμενο από εκείνο του συζύγου της και Ιερέα του χωριού μας.
Επίσης, προκειμένου εκτελέσει με τον καλύτερο τρόπο τα καθήκοντά της και να εξυπηρετήσει όλους τους κατοίκους του χωριού, είχε εξαντλήσει τη φαντασία και ευρηματικότητά της.
Σε κάποιο κοντινό σπίτι, που οι κάτοικοί του είχαν συχνή τηλεφωνική επικοινωνία, με μέριμνα της ιδίας και του ιδιοκτήτη του σπιτιού, ο τελευταίος είχε προεκτείνει απ’ τη βεράντα του σπιτιού της κυρα παπαδιάς ένα σύρμα, μήκους περίπου 80 μ. το οποίο κατέληγε στη βεράντα του σπιτιού του. Στην άκρη του σύρματος ήταν αγκιστρωμένο ένα τροκάνι (κουδούνι για αιγοπρόβατα). Έτσι, κάθε φορά που τραβούσε το σύρμα, το κουδούνι κουδούνιζε στην άλλη άκρη του σύρματος και ειδοποιούσε τον ιδιοκτήτη του σπιτιού, ή να προσέλθει στο τηλέφωνο, ή και αυτός με τη σειρά του να ειδοποιήσει κάποιον άλλο που υπήρχε πιο κάτω στα περιβόλια της ρεματιάς.
Με τον παραπάνω τρόπο και άλλους πολλούς, είχε εφαρμόσει ένα άψογο σύστημα ενδοεπικοινωνίας, ιδανικό για κείνη την εποχή.
Εκείνο το τηλεφωνείο, ήταν το κέντρο επικοινωνίας του χωριού και ο χώρος έξωθεν αυτού, η αυλή – βεράντα, ήταν κέντρο ανταλλαγής «πληροφοριών» για όσα συνέβαιναν στο χωριό. Η κυρά παπαδιά, η οποία είχε αριστείο στη διπλωματία, δημόσιες σχέσεις κι επικοινωνία και ας μην τα είχε σπουδάσει, είχε τον τρόπο της να προκαλεί λογόρροια σε όσους προσέρχονταν εκεί, ειδικά στις γυναίκες, οι οποίες εκ φύσεως, αλλά και για να την ευχαριστήσουν, εκμυστηρεύονταν γεγονότα παραπάνω απ’ όσα έπρεπε, έως και τ’ απολύτως προσωπικά που αφορούσαν αυτές, αλλά και άλλους.
Τι αστεία είχαν γίνει σε κείνο το τηλεφωνείο, τι φάρσες, τι γέλια, όταν ειδικά οι χωριανοί που τηλεφωνούσαν φώναζαν τόσο πολύ, ώστε ακούγονταν σχεδόν σε όλο το χωριό, νομίζοντας ότι με αυτόν τον τρόπο θα είχαν την τέλεια ακουστική επαφή με το συνομιλητή τους. Και η κυρα παπαδιά, να τους κάνει απελπισμένη συστάσεις κουνώντας τα χέρια της, για να χαμηλώσουν τον τόνο της φωνής τους.
Τι προξενιά είχαν γίνει μέσω αυτού του τηλεφώνου. Τα νέα έπεφταν βροχή στο χωριό, «αρραβωνιάστηκε ο τάδε, ή λογοδόθηκε η τάδε». Τι ερωτικά ειδύλλια άρχισαν να πλέκονται μέσω αυτού του τηλεφώνου, κι ύστερα να περιπλέκονται, σκιρτώντας την καρδιά των κοριτσιών, με άλλοτε επιτυχή και άλλοτε αποτυχή κατάληξη. Πόσα παιδιά του χωριού, ιδίως κορίτσια, έμεναν ξάγρυπνα τις νύχτες, περιμένοντας την κυρα παπαδιά να τους ειδοποιήσει για το πότε είχε προγραμματιστεί η επόμενη τηλεφωνική συνδιάλεξη, πότε δηλαδή θα έπαιρνε τηλέφωνο ο «λεγάμενος».
Πόσα νέα διαδίδονταν στο χωριό μέσω αυτού του τηλεφώνου: «η τάδε έκανε αγόρι, ή την άλλη του μηνός έρχεται ο τάδε απ’ την Αμερική» και άλλα πολλά ευχάριστα, αλλά και δυσάρεστα.
Και για όλα αυτά ήταν ενημερωμένη η κυρα παπαδιά, δεν της ξέφευγε τίποτα, ήξερε τα πάντα, από τα πιο περίεργα, τα πιο απρόσμενα έως τα πιο προσωπικά του καθενός. Γι αυτό και, ανεξαιρέτως όλοι οι κάτοικοι, έτρεφαν απεριόριστο σεβασμό αλλά και φόβο προς την τηλεφωνήτρια του χωριού μας.
Το παραπάνω τηλεφωνείο του χωριού μας, έπαψε πλέον να υφίσταται, όταν μέσα σε διάστημα τεσσάρων μηνών, το έτος 1979, «έφυγαν» από τη ζωή οι δύο ιδιοκτήτες του. Πρώτα η Πρεσβυτέρα και ύστερα ο εφημέριος του χωριού μας (29-6-1979). Ήταν τόσο αγαπημένο το ζευγάρι, που ο παπα Γιώργης, δεν άντεξε το χαμό της Πρεσβυτέρας.
Από εκείνο το έτος και ύστερα, άρχισαν να πραγματοποιούνται, με πολύ αργό ρυθμό και άλλες τηλεφωνικές συνδέσεις στο χωριό μας.
Μαζί με εκείνο το «τηλεφωνείο», χάθηκε και εκείνη η ουσιώδης επικοινωνία που αυτό προσέφερε στους κατοίκους του χωριού.
Κανένα απολύτως σημερινό τηλεπικοινωνιακό μέσο, όσο τεχνολογικά εξοπλισμένο κι αν είναι, δεν πρόκειται να προσφέρει στους κατοίκους, εκείνη την ανθρώπινη, τη ζεστή, την πραγματική επικοινωνία που προσέφερε εκείνο το τηλεφωνείο, κατά το διάστημα που αυτοί μετέβαιναν προς, και από, το σπίτι της κυρα παπαδιάς για να τηλεφωνήσουν. Όπως επίσης και κατά το διάστημα της γλυκιάς προσμονής τους έξω από αυτό, αλλά και κατά τη χρονική διάρκεια της ποθητής εκείνης τηλεφωνικής συνδιάλεξης, με συγγενικά και προσφιλή πρόσωπα, που πολλές φορές είχες να τα δεις και ν΄ ακούσεις τη φωνή τους για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, χρόνο, ίσως και παραπάνω.
Τότε, τη στιγμή της συνδιάλεξης, τα μάτια βούρκωναν, η φαντασία οργίαζε και η ψυχή σκιρτούσε από εναλλασσόμενα συναισθήματα, που σήμερα εκδηλώνονται όλο και πιο σπάνια στον άνθρωπο και ορισμένοι τα επιζητούν καταφεύγοντας σε Επιστήμονες. Όπως θαυμασμός, ενθουσιασμός, υπερηφάνεια, ενδιαφέρον, αγάπη, ηρεμία, χαρά, έκπληξη, ευφορία και τελικά …ανακούφιση.